Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Μπούλες-Γενίτσαροι( Γιανίτσαροι). Γράφει ο Δημήτρης Μπιτέρνας


Τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ με προσοχή τα όσα εξαιρετικά ενδιαφέροντα παρατίθενται μέσα από την επιστολογραφία αναγνωστών σας σχετικά με τη χρήση του όρου Γενίτσαροι – Μπούλες και έχουν σχέση με την ονομασία του πλέον διαδεδομένου εθίμου στην πόλη μας. Οι απόψεις πολλές, διφορούμενες και συχνά αντικρουόμενες. Πως θα μπορούσε να είναι άλλωστε διαφορετικά, όταν αφορά ένα δημοφιλέστατο έθιμο, με Πανελλήνια ακτινοβολία, γεγονός  που κατά καιρούς έβαλε σε πειρασμό πολλούς ανά την Ελλάδα να επιχειρήσουν να το αντιγράψουν και ταυτόχρονα ώθησε ερευνητές, ιστορικούς - λαογράφους κλπ. να ενσκήψουν στην ερμηνεία του. Δεν είναι στις προθέσεις μου να ταχθώ δογματικά με τη χρήση του ενός ή του έτερου όρου, καθώς ο καθένας διεκδικεί το δικαίωμά του να πιστεύει αυτό που θέλει, δεχόμενος την εκατέρωθεν παρατιθέμενη επιχειρηματολογία, αλλά και για τον επιπλέον λόγο ότι το ζήτημα ενδεχομένως δεν
τίθεται διαζευκτικά, δηλαδή ή το ένα ή το άλλο, καθώς μπορεί να ισχύουν και τα δυο ταυτόχρονα, δηλαδή Μπούλες-Γενίτσαροι (Γιανίτσαροι). Η μαγεία της έρευνας εξάλλου αυτή είναι, τίποτα δεν θεωρείται θέσφατο, τα πάντα είναι ανοιχτά και τίθενται σε κρίση. Σ’ αυτή την πολυχρωμία των απόψεων θα ήθελα απλά να παραθέσω κάποια στοιχεία, που ίσως βοηθήσουν στον δημόσιο αυτό διάλογο. Είναι κοινός τόπος και τονίζεται από πάμπολλες πλευρές, με επιστημονικά τεκμήρια η αρχαιότητα του εθίμου, που έχει σχέση με τις εαρινές γιορτές και αφορούν τη γονιμότητα της γης. Στον Βαλκανικό χώρο απαντούν πολλά τέτοια έθιμα (ρουγκάτσια ή ρουγκατσιάρια – ραγκουτσιάρια ή λιγουτσιάρια, κουδουνοφόροι της περιοχής Σοχού, καπεταναίοι στη Βέροια κλπ.). Έτσι είναι φυσικό στο πέρασμα των αιώνων, τούτο να έχει δεχθεί στην ιστορική του διαδρομή πολλαπλές επιδράσεις, καθιστώντας κάποια στοιχεία κυρίαρχα σε δεδομένες χρονικές περιόδους, αλλάζοντας, μεταλλάσσοντας ταυτόχρονα κάποια άλλα, προσαρμοζόμενα πολλές φορές σε τοπικές παραδόσεις. Αυτό πιστεύω πως έγινε την χρονική περίοδο της Τουρκοκρατίας με την χρήση του όρου γενίτσαροι, καθώς η λέξη έχει προέλευση τουρκική, χωρίς να υιοθετώ την απόρριψη ή την αποδοχή του όρου, βάζοντας μάλιστα κριτήρια εθνικά. Εξάλλου η άποψη που διατυπώθηκε σε επιστολή συμπολίτη μας για την προέλευση της λέξης γιανίτσαροι (σύνθετη λέξη προερχόμενη από την κέλτικης - ουαλικής προέλευσης λέξη γιαν(ι)=νερό και τσάρ(â) (με το â κλειστό ημίφωνο ) =γη, δηλ. υγρότοπος – πηγή, όπως σύνθετη είναι και η λέξη γενίτσαροι) παρουσιάζει ενδιαφέρον και ενδεχόμενα να αποτέλεσε δάνειο των Τούρκων απ’ αυτή, μεταλλασσόμενη σε γενίτσαροι. Άποψή μου είναι ότι στη μακραίωνη ιστορική διαδρομή από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας ο όρος γενίτσαροι είναι σχετικά νεότευκτος. Στην «Ιστορία της πόλεως Ναούσης» του Ευστ. Στουγιαννάκη, πουθενά δεν συσχετίζεται ο όρος γενίτσαρος με το έθιμο, όπως αναφέρθηκε σε κάποια επιστολή. Οι μοναδικές αναφορές(1), κάνουν λόγο για γενίτσαρους και γενιτσαρικά τάγματα, που πήραν μέρος στις επιδρομές κατά της πόλης μας. Αλλά η ιστορία δεν αρχίζει ούτε σταματά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπως φυσικά και το ίδιο το έθιμο. Γιατί όμως από τους περισσότερους είναι παραδεκτό και γίνεται ταυτόχρονη χρήση του όρου Μπούλες – Γενίτσαροι (Γιανίτσαροι)? Και αν για τους όρους Γενίτσαροι - Γιανίτσαροι ισχύουν όσα προανέφερα, τι γίνεται με τον όρο Μπούλα, για τον οποίο έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Άποψη μου είναι ότι η ταυτόχρονη χρήση σήμερα των όρων Μπούλες-Γενίτσαροι (Γιανίτσαροι) παρουσιάζει μια διαλεκτική σχέση και εξέλιξη στο ιστορικό γίγνεσθαι, από την αρχή πιθανά του εθίμου. Και εξηγούμαι. Από την αρχαιότητα μέχρι την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μεσολάβησε η λεγόμενη Ρωμαιοκρατία, που επηρέασε βαθιά τον Ελληνικό πολιτισμό, σε σημείο που κάποιοι μιλούν για σύμφυρση των δύο πολιτισμών, στον λεγόμενο Έλληνο-Ρωμαϊκό πολιτισμό. Ανατρέχοντας λοιπόν στο λατινοελληνικό λεξικό (2)  διαπίστωσα την ύπαρξη της λέξης bulla (μπούλα) - bullae στον πληθυντικό - στην οποία δίδονται τρεις ερμηνείες, από τις οποίες η μια παρουσιάζει κατά την άποψή μου εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς συσχετίζεται με το έθιμο, όπως συνεχίζεται στην πόλη μας. Η ερμηνεία λοιπόν αυτή, που αποδίδεται στη λέξη bulla - μπούλα είναι :
«περίαπτο, το οποίο τα ευγενή εν Ρώμη μειράκια έφερον ανηρτημένον εκ του λαιμού» ενώ στα παράγωγα της, βρίσκουμε τη λέξη bullatus, που σημαίνει «τον φέροντα (από του λαιμού) περίαπτο».
Ενδιαφέρον εν προκειμένω παρουσιάζει η εννοιολογική απόδοση των λέξεων περίαπτο και μειράκια.
Έτσι περίαπτο = φυλαχτό, προβασκάνι(3) – προερχόμενη από το ρήμα περιάπτω = περιδένω, κρεμώ κάτι ως αποτρεπτικό της βασκανίας και
μειράκιον(3) , υποκοριστικό της αρχαίας λέξης μείραξ = νεανίσκος, που έχει ηλικία δεκατεσσάρων έως είκοσι ενός χρόνων και παράλληλη έννοια «επιπόλαιος νεαρός».
Οι άλλες δύο ερμηνείες της λέξης είναι : 1) φυσαλίς, πομφόλυξ και 2) ομφαλός, ομφαλωτόν κόσμημα (θύρας, ζώνης), πιθανά σχετιζόμενες, καθώς σε ένα ομφαλωτό κόσμημα υπάρχει στο κέντρο του πετράδι εν είδει φυσαλίδος και φαίνεται να σχετίζονται με την πρώτη ερμηνεία, όπως θα αναλυθεί πιο κάτω. Ας εξετάσουμε όμως την πιθανή διαδρομή στην ιστορία της λέξης bulla - μπούλα.
Στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, όπου για 800 χρόνια γινόταν χρήση της λατινικής ως επίσημης γλώσσας, αλλά και μετέπειτα στο μεσαίωνα στο βυζαντινό κράτος, ο όρος bulla – μπούλα πέρασε στο Βαλκανικό χώρο. Τούτο αποτελεί φυσική εξέλιξη της ιστορικής διαδικασίας, καθώς από το 212 μ.Χ. με διάταγμα του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Καρακάλα αποδίδεται πλέον, ως τιμητικός, ο τίτλος του Ρωμαίου πολίτη (Romanus civis), ιδιαίτερα στους φυλάσσοντες τα περάσματα της περίφημης Εγνατίας οδού, τις κλεισώρειες μετέπειτα των βυζαντινών. Οι ίδιοι οι Έλληνες μέχρι και τις μέρες μας κάνουν χρήση του όρου Ρωμιοί, οι δε Βλάχοι, που σχεδόν τα 2/3 των λέξεων της γλώσσα τους είναι λατινικές, εξαιτίας κυρίως της απασχόλησής τους ως κλεισουροφύλακες, αυτοπροσδιορίζονται ως Armânji – Αρμάνοι, που σημαίνει επίσης Ρωμιοί από τη λέξη Romanus.
Το σύστημα αυτό της φύλαξης των διαβάσεων διατήρησαν και οι Οθωμανοί, με τους γνωστούς μας αρματολούς (η ίδια η λέξη έχει επίσης λατινική προέλευση και σημαίνει τον φέροντα άρματα), που ήταν είδος πολιτοφυλακής, ευγενούς δηλαδή κοινωνικής ομάδας, για την επιβολή της τάξης ανά την επικράτειά τους, με κληρονομικά δικαιώματα, όπου συνήθως η αρχηγία μεταφέρονταν από τον πατέρα στο γιό. Οι αρματολοί αυτοί και τα ευγενή μειράκιά τους φέρουν αναρτημένα (κρεμασμένα) από το λαιμό περίαπτα (φυλαχτά), όπως φαίνεται στη χαρακτηριστική από το 1903 φωτογραφία. Το ίδιο φυσικά συνέβαινε και με την πολιτοφυλακή της πόλης μας, καθώς απολάμβανε προνομίων και είχε καθεστώς προστασίας από τη Βαλιντέ Χανούμ, τη μητέρα δηλαδή του σουλτάνου, είχε δηλαδή την ευχέρεια να ορίζει τους φύλακές της, που αποτελούσαν και εδώ ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Από ποιούς αντλούν μέχρι τότε οι Οθωμανοί το ανθρώπινο δυναμικό για να συγκροτήσουν τα γενιτσαρικά τάγματα, που σημειωτέον ήταν επίλεκτα σώματα? Από καλλίμορφους και αρτιμελείς Χριστιανόπαιδες που έχουν ηλικία 15 έως 20 ετών, όπως μας πληροφορεί ο Στουγιαννάκης(4) και σχεδόν αποκλειστικά από τα παιδιά των αρματολών, της πολιτοφυλακής του κάθε τόπου, δηλαδή τα ευγενή μειράκια που φέρουν αναρτημένα (κρεμασμένα) από το λαιμό φυλαχτά, δηλαδή τις μπούλες. Από αυτή την κοινωνική ομάδα έρχονται οι Τούρκοι να στρατοληγήσουν νέους το έτος 1705 και γνωρίζουν την αντίσταση του Καραδήμου και των άλλων τοπικών αρματολών. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος συνεχίζεται μέχρι σήμερα το αναβιωθέν από τον περασμένο αιώνα έθιμο. Κάπου εδώ θα πρέπει να έχει επέλθει η σύγχυση και οι προορισμένοι να γίνουν γενίτσαροι νέοι αντικαθιστούν το όρο μπούλες, σε σημείο που ορισμένοι δε δέχονται ή δε θέλουν να δεχτούν τον όρο μπούλες, ενώ είναι αυτοί που αντιστέκονται ηρωικά στην μαζική στρατολόγηση και τελικά υποκύπτουν, για να πετύχουν όμως το σταμάτημα του βάναυσου αυτού τρόπου συγκρότησης των γενιτσαρικών ταγμάτων, που θα συνεχίσουν να υπάρχουν μέχρι το 1826, συντιθέμενα όμως αποκλειστικά πλέον από Τούρκους, αποτελώντας και για τους Τούρκους προνομιούχα κάστα με κληρονομικά δικαιώματα, όπως και οι αρματολοί(5).
Μεγαλύτερη απόδειξη για τα παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι οι νεαροί τελεστές του εθίμου μας, φέρουν στο στήθος τους κρεμασμένα φυλαχτά «για το μάτι», δηλαδή περίαπτα. Χαρακτηριστική περίπτωση διάσωσης της λατινογενούς λέξης bulla – μπούλα, μέχρι τις μέρες μας αποτελεί η μαρτυρία του συναδέλφου μου Αριστείδη Τόσιου, που μετέχει του εθίμου, όταν αναζητούσε ασημικά από κάποιο παλιατζή στη Θεσ-νίκη, που του είπε : δηλαδή θέλεις μπούλες. Το έθιμο αυτό του κρεμάσματος φυλαχτών ή σειρών νομισμάτων από το λαιμό, υπήρχε και σε άλλες περιοχές της χώρας μας, όπως προανέφερα (βλ. σχετ. φωτο 2,3)
Στις φωτογραφίες αυτές καπεταναίων από το Ξηρολίβαδο της Βέροιας φαίνεται στη μέση τους η χαρακτηριστική ζώνη με το ομφαλωτό κόσμημα, εμφανές στοιχείο της άλλης ερμηνείας της λέξης μπούλα. Αλλά και το πετράδι αυτό στο κέντρο του ομφαλού, εν είδει οφθαλμού, δεν σχετίζεται με το «κακό μάτι»? Βέβαια η ζώνη αυτή στη στολή των δικών μας τελεστών του εθίμου αντικαταστάθηκε, το πιθανότερο για πρακτικούς λόγους, από το «σιλιάχι». Το ίδιο πιστεύω συνέβη με την πάροδο του χρόνου και με τον ασημένιο θώρακα, που πήρε τη σημερινή του μορφή, με τις αλλεπάλληλες σειρές ασημένια νομίσματα, ίσως για λόγους εντυπωσιασμού, καθώς είναι απίθανο να χρησιμοποιούνταν σε μάχες, για να προφυλάσσονται οι πολεμιστές, όπως λέγεται, καθώς κάτι τέτοιο μόνο μειονεκτήματα προσφέρει, αφού είναι ιδιαίτερα βαρύς και προκαλεί θόρυβο. Στοιχείο μετάλλαξης αποτελεί και η φουστανέλα που απέκτησε σήμερα τη μορφή «μίνι φούστας». Τέλος θεωρώ ότι η πεποίθηση αρκετών ότι ο ασημένιος θώρακας, μέσα στον οποίο περιλαμβάνονται κάθε είδους φυλαχτά κατά της βασκανίας (κυρίως σταυρουδάκια), προφύλασσε «από το κακό βόλι», αποτελεί ενισχυτικό στοιχείο της επιχειρηματολογίας για την πιθανή προέλευση της λέξης μπούλα - bulla, με την ανωτέρω δοθείσα ερμηνεία, δηλαδή του φυλαχτού και κατ’ επέκταση αυτού που φέρει κρεμασμένα από το λαιμό φυλαχτά.
Βέβαια το ερώτημα σε πολλούς μπορεί να παραμένει «ποιό είναι το κακό μάτι»? Μήπως είναι οι νύμφες-νεράιδες (άλλη ερμηνεία που έχει δοθεί στη λέξη μπούλα) που ματιάζουν τα ανδρωνόμενα παλληκάρια? Τα πάντα ρει, η μαγεία της έρευνας αποτελεί τη σπίθα της αγάπης που τροφοδοτεί τη φωτιά του εθίμου και δεν το αφήνει να καταλήξει σε πομφόλυγα.
(1) : Ευστ. Στουγιαννάκης, «Ιστορία της πόλεως Ναούσης» - σελ. 60,63,136 – Θεσ-νίκη 1993
(2) : Ευστρ. Τσακαλώτου, «Λεξικόν Λατινοελληνικόν», εκδ. Επικαιρότητα – Εν Αθήναις 1927 (ανατ.)
(3) : Τεγόπουλου – Φυτράκη, «Μείζον Ελληνικό Λεξικό»
(4) : Ευστ. Στουγιαννάκης, όπως παραπάνω, σελ. 60
(5) : Κυρ. Σιμόπολου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Γ2, σελ. 336, Αθήνα 1989
 
Φιλικότατα - Μπιτέρνας Δημήτρης
τ. Πρόεδρος Λαογραφικού Συλλόγου Βλάχων Νάουσας, τελεστής του εθίμου στη δεκαετία του ‘70

1 σχόλιο:

  1. τα συγχαπητηρια τησ παρεας για το αρθρο.οι διαβασμενοι φαινονται.περιμενουμε κι αλλα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή