Το ‘55 ο Γιάννος, αμούστακο αγόρι ακόμα, φίλησε τη μάνα του και τον πατέρα του κι άφησε με δάκρυα στα μάτια το αγαπημένο του χωριό για να πάει μετανάστης στη Γερμανία και να δουλέψει. Δούλεψε σκληρά ο Γιάννος κι έβγαλε λεφτά κι έστελνε και στους γέρους του. Το καλοκαίρι του '75, ένα χρόνο μετά τη μεταπολίτευση, πήρε τηλέφωνο τη μάνα του και της λέει:
-Μάνα την Κυριακή έρχομαι.
Μάνα: Αγόρι μου πώς θα έρθεις;
-Με τη μοτοσικλέτα μου θα'ρθω.
Το λέει η μάνα στο άνδρα της κι αυτός λέει:
-Πω-πω κι αν την κλέψουν τη μοτοσικλέτα; Πρέπει να βρούμε ένα γκαράζι. Δεν μπορεί να την αφήσει έξω.
Αφού έψαξαν από 'δώ κι από 'κει βρήκαν ένα γκαράζι, που χώραγε ίσα-ίσα μια μοτοσικλέτα.
Την άλλη μέρα όμως ξανατηλεφωνάει ο γιος και λέει:
-Μάνα ξέρεις, η μοτοσικλέτα μου χάλασε αλλά μην ανησυχείς, δανείστηκα το αυτοκίνητο ενός φίλου μου και θα έλθω μ' αυτό.
Το λέει η μάνα στον πατέρα κι αυτός λέει:
-Πω-πω, με ξένο αυτοκίνητο θα έρθει ο κανακάρης μας; Κι αν του το κλέψουν;
Θα εκτεθεί. Δεν κάνει, κι εμείς δεν έχουμε τα οικονομικά να του πάρουμε άλλο.
Πρέπει να βρούμε μεγαλύτερο γκαράζι.
Έψαξαν, έψαξαν και βρήκαν μεγαλύτερο γκαράζι. Την άλλη μέρα όμως ξαναπαίρνει ο γιος τηλέφωνο:
-Μάνα, χάλασε και το αυτοκίνητο του φίλου μου αλλά μην ανησυχείς. Βρήκα φορτηγό και θα έρθω με αυτό. Να με περιμένετε αύριο το μεσημέρι.
Ο πατέρας ανησύχησε και πάλι.
-Με φορτηγό θα έρθει το παιδί μας! Και πού θα το βάλουμε; Ένα φορτηγό αξίζει πολλά λεφτά, δεν μπορούμε να το αφήσουμε έξω. Πρέπει να βρούμε ακόμα μεγαλύτερο γκαράζι.
Έψαξε, λοιπόν, παντού και βρήκε ένα κατάλληλο γκαράζι.
Την άλλη μέρα οι γέροι ήταν γεμάτοι αγωνία. Από το πρωί κοιτούσαν την εθνική οδό και χτυπούσε η καρδιά τους όταν έβλεπαν φορτηγό. Του κάκου όμως. Κανένα φορτηγό δεν έκοβε ταχύτητα να βγει από την εθνική οδό και να πάρει το δρόμο του χωριού. Έφτασε το μεσημέρι, το απόγευμα, το σούρουπο κι ο γιος ακόμα να φανεί. Γύρω στις 10 το βράδυ τον βλέπουν να φτάνει στο χωριό περπατώντας με τα μπαγκάζια στους ώμους. Συγκινημένη η μάνα τον άρχισε στα φιλιά.
-Γιόκα μου, πώς ήρθες, πού είναι το φορτηγό σου;
-Δεν έφυγε το φορτηγό μάνα και ήρθα με το τραίνο.
Λέει τότε ο πατέρας:
-Και πού να το βάλουμε ολόκληρο τραίνο παλικάρι μου. Το χωριό μας όπως ξέρεις είναι μικρό, πουθενά δεν υπάρχει τόσο μεγάλο γκαράζι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου