Ο θείος αυτός πατέρας, καταγόταν από την Ασία και ανετράφη από παιδί στην βασιλική αυλή της Κωνσταντινούπολης. Τελείωσε τις σπουδές του στη φιλοσοφία, ρητορική και φυσική. Στη λογική, κατά την αποφοιτήριο διάλεξή του ενώπιον του αυτοκράτορα και των αξιωματούχων, ο πρύτανης
του πανεπιστημίου ανεφώνησε με θαυμασμό ότι αν ήταν παρών και ο ίδιος Aριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Μετά τις σπουδές του όμως, απέρριψε τη προσφορά υψηλών αξιωμάτων του αυτοκράτορα, εγκατέλειψε τα βασίλεια και από είκοσι χρονών ασκήτευσε στο Άγιον Όρος. Πρώτα στην Λαύρα του Βατοπεδίου κατόπιν στη Λαύρα του Αθανασίου καθώς και στην ερημική τοποθεσία Γλωσσία, σημερινή Προβάτα. Αναχώρησε από το Όρος για τα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Θεσσαλονίκη είδε σε όραμα τον Άγιο Δημήτριο που του απαίτησε να μείνει και να μονάσει εκεί κοντά. Μόνασε τότε στη Βέροια και τριάντα χρονών έγινε ιερέας. Εκεί πλήθη μοναχών και λαϊκών προσέτρεχαν να τον συμβουλευθούν. Μετά πέντε χρόνια και λόγω εισβολής των Σέρβων επέστρεψε στον Άθωνα σε κοντινό κελί της Μεγίστης Λαύρας, όπου έφθασε σε μεγάλα ύψη φωτισμού και εκεί σε όραμα έλαβε εντολή να ασχοληθεί με δογματικά θέματα. Κατόπιν λόγω της φήμης του αναγκάσθηκε να γίνει ηγούμενος για ένα χρόνο στη μονή Εσφιγμένου. Αργότερα έγινε και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης για δώδεκα χρόνια, αλλά μόνο στα μισά παρέμεινε λόγω περιπετειών, από τη δράση του, μέχρι και φυλακής.
Παραστάθηκε στις συγκροτηθείσες συνόδους του 1341 και 1347 και πολέμησε τις κακοδοξίες των δυτικόφρονων Βαρλαάμ και Ακινδύνου.
Έγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα ιδιαίτερα δογματικά για να καταπολεμήσει τους αιρετικούς, όπως περί του Αγίου Πνεύματος, καθώς και επιστολές στους αντιησυχαστές, επίσης διάφορα ομολογιακά κείμενα. Είναι ο θεολόγος της χάριτος, του ακτίστου φωτός.
Μετά στασιμότητα πολλών αιώνων ο Γρηγόριος πέτυχε να ανανεώσει την θεολογική ορολογία και να δώσει νέες κατευθύνσεις στη θεολογική σκέψη. Ξεκίνησε από προσωπικές εμπειρίες και απέδειξε ότι το έργο της θεολογίας είναι ασύγκριτα ανώτερο από της φιλοσοφίας και επιστήμης. Αξιολογεί την έξω σοφία ως περιορισμένη, αναφέροντας δύο γνώσεις, την θεία και την ανθρώπινη και δύο Θεϊκά δώρα, τα φυσικά για όλους και τα υπερφυσικά ή πνευματικά που δίδονται όποτε θέλει ο Θεός και μόνο στους καθαρούς και αγίους, στους τελείους. Η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας.
Οι αντίπαλοι του Παλαμά πίστευαν στο χωρίο του Ιωάννου ότι «τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» και κατηγορούσαν τους μοναχούς που είχαν θεοπτία, ως ομφαλοσκόπους. Ο Γρηγόριος αντέτεινε ότι ο Κύριος είπε: «οι καθαροί στην καρδία τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8). Θεμελιώδης προσφορά του Γρηγορίου στην θεολογία είναι η διάκριση στην ουσία και ενέργεια του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού συνίσταται σε δύο. Στην ουσία Του, η οποία είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη και ονομάζεται κυριολεκτικά θεότης (εδώ αναφέρεται το ουδείς εώρακε) και στις ενέργειές Του, οι λεγόμενες ιδιότητες ή προσόντα που είναι μεν άκτιστες, αλλά καταληπτές. Άλλο λοιπόν η θεότης και άλλο η βασιλεία, η αγιότης κ.λ.π.
Ο άνθρωπος είναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων και συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας την Πατερική γραμμή σε σύγκριση με τη πλατωνική και βαρλααμική ανθρωπολογία, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αναγέννηση του ανθρώπου γίνεται με το βάπτισμα και η ανακαίνιση με την θεία Ευχαριστία. Είναι τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της θείας οικονομίας.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με την παράδοξο σύνδεση του ιστορικού με του υπεριστορικού. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές σήμερα και η υπόστασις των αγαθών του μέλλοντος αιώνος αποτελούν τις τρείς φάσεις ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.
Προβάλλει λοιπόν η Εκκλησία την μνήμη του στη δεύτερη Κυριακή, ως συνέχεια, τρόπον τινά και επέκταση της πρώτης Κυριακής, της Ορθοδοξίας. Η μνήμη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι ένα είδος δευτέρας «Κυριακής της Ορθοδοξίας»
Κοιμήθηκε σε ηλικία 63 χρονών στις 14 Νοεμβρίου από ασθένεια και αγιοποιήθηκε σύντομα. Το ιερό του λείψανο σώζεται σήμερα στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ Φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν Θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε Θευματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Οί απλοί χωριάτες πού έβλεπαν το άκτιστο φως”
του π. Νικολάου Λουδοβίκου
Ἔλεγα λοιπὸν 5 πράγματα, ἔβλεπα ὅτι ὁ κόσμος ἔ, ἄκουγε ὅ,τι ἄκουγε, γύρναγε ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ ἐντάξει συνέχιζε κανονικὰ τὴ ζωή του, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα.
Ἡ μοναξιὰ αὐτὴ ἤτανε βαρὺ αἴσθημα, ἔλεγα μὰ τί κάνω ἐγὼ σὰν παπὰς αὐτὴ τὴ στιγμή, τί νόημα ἔχει νὰ ξαναπάω τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ ξαναμιλήσω στὸ τάδε χωριὸ, ἀφοῦ πάλι… ναί, δὲν μποροῦσα, δὲν λέω ὅτι εἶναι εὔκολο ἀλλά, σήμερα σᾶς εἶπα διάλεξα νὰ μιλήσω δύσκολα, θέλω νὰ πῶ πιστεύω ὅτι τὸ ἀκροατήριο ἔχει τέτοιες δυνατότητες, ἀλλὰ ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ τότε, πάντως εἶχα μεγάλη δυσκολία.
Λοιπὸν κάποια στιγμή μοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς σὰν νὰ μοῦ ἔμαθε πολλὰ πράγματα.
Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς Κυριακές, τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, μοῦ λέει ὁ παπάς, ἕνας ἁπλὸς παπὰς καὶ δύο ἁπλοὶ-ἁπλούστατοι ἐπίτροποι, ἀγράμματοι ἄνθρωποι, πᾶμε νὰ πιοῦμε, πάτερ, ἕναν καφέ, προτοῦ φύγεις.
Μὴν φύγεις ἔτσι, ἐντάξει.
Τελειώνει ἡ Λειτουργία, ἐγὼ πάντα θλιμμένα πολὺ μέσα στὴ μοναξιὰ κ.λ.π. κ.λ.π. κ.λ.π. Καὶ πᾶμε νὰ πιοῦμε τὸν καφὲ στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ.
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ πίναμε τὸν καφέ, ξαφνικὰ γυρίζει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει:
– Λοιπὸν, πάτερ, (-μοῦ λέει) ἐγὼ μὲ τὸν κὺρ Γιάννη ἀπὸ ἐδῶ (-κὺρ Γιάννης ἦταν ὁ ἄλλος ὁ ἐπίτροπος) εἴχαμε μία ἀπορία. Ὁ ναός μας ἐδῶ δὲν ἦταν καθαγιασμένος – δὲν εἶχαν γίνει ἐγκαίνια, ναὶ- ναί καὶ εἴχαμε τὴν ἀπορία, μὴ ὄντας καθαγιασμένος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, τὰ μυστήρια καὶ ἡ Θεία Λειτουργία δὲν ἦταν κανονικά;
Λέω ὤχ, ὢχ τί γίνεται ἐδῶ! τέτοια ἀπορία, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.
Καὶ λέει:
– Ξέρεις τί κάναμε, εἴπαμε νὰ κάνουμε τρεῖς ἑβδομάδες νηστεία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καὶ κάναμε, καὶ πραγματικὰ μία Κυριακὴ προτοῦ ἔλθει ὁ Δεσπότης νὰ κάνει τὰ αὐτά, εἴδαμε τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ξανὰ αὐτὸ τὸ φῶς.
Ἐγὼ ἄρχισα νὰ θορυβοῦμαι:
– Ποιὸ φῶς, τί φῶς;
– Ἐκεῖνο τὸ φῶς, τὸ ἀείφωτο, βλέπεις μετὰ τὸν ἥλιο καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σκοτάδι, ἕνα φῶς τὸ ὁποῖο κατεβαίνει καὶ βλέπεις πράγματα, πολλὰ πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, τὸ μέλλον ἐκεῖ μέσα κ.λ.π.
Ἄρχισα νὰ συγκλονίζομαι, εἶχα νὰ κάνω μὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου καὶ βέβαια καὶ ὁ ἄλλος εὐλογοῦσε ἐκεῖ καὶ ὁ ἁπλὸς ὁ παπὰς ἔλεγε κι αὐτὸς ναί, ναί, ἤτανε ὅλοι σάν…
Ἦταν συγκλονιστικὴ ἡ ἐμπειρία αὐτὴ γιὰ μένα, βέβαια δὲν σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλὰ ἄρχισα νὰ τὸν ψάχνω αὐτὸν τὸν ἐπίτροπο, αὐτὸν τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο.
– Πῶς ζεῖς ἐσύ, (ἀφοῦ ἔπαθα τὸ σὸκ τὸ ὁποῖο μὲ συνόδευε γιὰ χρόνια μετά). Πῶς ζεῖς ἐσύ;
– Ἒ πῶς ζῶ ἐγώ, φτωχά.
– Τί κάνεις, πῶς ἀκριβῶς περνᾶς τὴ μέρα σου, τί ἀκριβῶς κάνεις στὴ διάρκεια τῆς μέρας;
– Δὲν κάνω (-λέει) ἀπολύτως τίποτα, δὲν ἔχω (-λέει) κάποια ἰδιαίτερη αὐτή, ἀγαπῶ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ λίγη ὑπομονὴ κάνω. Λίγη ὑπομονὴ κάνω.
Εἶχε ὑπομονὴ αὐτός, ξέρεις τί θὰ πεῖ ὑπομονή; Ὑπομονὴ σημαίνει αὐτὸς ὁ σταυρὸς τῆς ἐλευθερίας νὰ ἀγκαλιάζει τοὺς ἄλλους.
Ἐκεῖ μέσα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλειῶδες δίδαγμα, ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι βιωμένη φυσιολογία, μὴ νομίζετε ὅτι ὁ ἡσυχασμός, ἐσεῖς οἱ θεολόγοι, εἶναι ἀτομικὴ ἐπίδοση ὅπως κάνουν οἱ ἰνδουιστὲς ἢ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι καταργοῦνε τὸ θέλημα γιὰ νὰ δοῦνε τὰ θεάματα.
Εἶναι αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα στὴν κοινωνία, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνονται μεγάλες ἀποκαλύψεις τὶς ὁποῖες ἐγὼ φυσικά, ὡς ὑποψήφιος διδάκτωρ καὶ μετέπειτα δὲν ἀξιώθηκα, οὔτε ἀξιώθηκα ἔκτοτε.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σας.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
Ἐν Ἐσόπτρῳ Τριμηνιαία ἔκδοση Ἱ. Μ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
Ἰανουάριος-Φεβρουάριος -Μάρτιος 2011 – τεῦχος 29
του πανεπιστημίου ανεφώνησε με θαυμασμό ότι αν ήταν παρών και ο ίδιος Aριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Μετά τις σπουδές του όμως, απέρριψε τη προσφορά υψηλών αξιωμάτων του αυτοκράτορα, εγκατέλειψε τα βασίλεια και από είκοσι χρονών ασκήτευσε στο Άγιον Όρος. Πρώτα στην Λαύρα του Βατοπεδίου κατόπιν στη Λαύρα του Αθανασίου καθώς και στην ερημική τοποθεσία Γλωσσία, σημερινή Προβάτα. Αναχώρησε από το Όρος για τα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Θεσσαλονίκη είδε σε όραμα τον Άγιο Δημήτριο που του απαίτησε να μείνει και να μονάσει εκεί κοντά. Μόνασε τότε στη Βέροια και τριάντα χρονών έγινε ιερέας. Εκεί πλήθη μοναχών και λαϊκών προσέτρεχαν να τον συμβουλευθούν. Μετά πέντε χρόνια και λόγω εισβολής των Σέρβων επέστρεψε στον Άθωνα σε κοντινό κελί της Μεγίστης Λαύρας, όπου έφθασε σε μεγάλα ύψη φωτισμού και εκεί σε όραμα έλαβε εντολή να ασχοληθεί με δογματικά θέματα. Κατόπιν λόγω της φήμης του αναγκάσθηκε να γίνει ηγούμενος για ένα χρόνο στη μονή Εσφιγμένου. Αργότερα έγινε και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης για δώδεκα χρόνια, αλλά μόνο στα μισά παρέμεινε λόγω περιπετειών, από τη δράση του, μέχρι και φυλακής.
Παραστάθηκε στις συγκροτηθείσες συνόδους του 1341 και 1347 και πολέμησε τις κακοδοξίες των δυτικόφρονων Βαρλαάμ και Ακινδύνου.
Έγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα ιδιαίτερα δογματικά για να καταπολεμήσει τους αιρετικούς, όπως περί του Αγίου Πνεύματος, καθώς και επιστολές στους αντιησυχαστές, επίσης διάφορα ομολογιακά κείμενα. Είναι ο θεολόγος της χάριτος, του ακτίστου φωτός.
Μετά στασιμότητα πολλών αιώνων ο Γρηγόριος πέτυχε να ανανεώσει την θεολογική ορολογία και να δώσει νέες κατευθύνσεις στη θεολογική σκέψη. Ξεκίνησε από προσωπικές εμπειρίες και απέδειξε ότι το έργο της θεολογίας είναι ασύγκριτα ανώτερο από της φιλοσοφίας και επιστήμης. Αξιολογεί την έξω σοφία ως περιορισμένη, αναφέροντας δύο γνώσεις, την θεία και την ανθρώπινη και δύο Θεϊκά δώρα, τα φυσικά για όλους και τα υπερφυσικά ή πνευματικά που δίδονται όποτε θέλει ο Θεός και μόνο στους καθαρούς και αγίους, στους τελείους. Η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας.
Οι αντίπαλοι του Παλαμά πίστευαν στο χωρίο του Ιωάννου ότι «τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» και κατηγορούσαν τους μοναχούς που είχαν θεοπτία, ως ομφαλοσκόπους. Ο Γρηγόριος αντέτεινε ότι ο Κύριος είπε: «οι καθαροί στην καρδία τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8). Θεμελιώδης προσφορά του Γρηγορίου στην θεολογία είναι η διάκριση στην ουσία και ενέργεια του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού συνίσταται σε δύο. Στην ουσία Του, η οποία είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη και ονομάζεται κυριολεκτικά θεότης (εδώ αναφέρεται το ουδείς εώρακε) και στις ενέργειές Του, οι λεγόμενες ιδιότητες ή προσόντα που είναι μεν άκτιστες, αλλά καταληπτές. Άλλο λοιπόν η θεότης και άλλο η βασιλεία, η αγιότης κ.λ.π.
Ο άνθρωπος είναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων και συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας την Πατερική γραμμή σε σύγκριση με τη πλατωνική και βαρλααμική ανθρωπολογία, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αναγέννηση του ανθρώπου γίνεται με το βάπτισμα και η ανακαίνιση με την θεία Ευχαριστία. Είναι τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της θείας οικονομίας.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με την παράδοξο σύνδεση του ιστορικού με του υπεριστορικού. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές σήμερα και η υπόστασις των αγαθών του μέλλοντος αιώνος αποτελούν τις τρείς φάσεις ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.
Προβάλλει λοιπόν η Εκκλησία την μνήμη του στη δεύτερη Κυριακή, ως συνέχεια, τρόπον τινά και επέκταση της πρώτης Κυριακής, της Ορθοδοξίας. Η μνήμη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι ένα είδος δευτέρας «Κυριακής της Ορθοδοξίας»
Κοιμήθηκε σε ηλικία 63 χρονών στις 14 Νοεμβρίου από ασθένεια και αγιοποιήθηκε σύντομα. Το ιερό του λείψανο σώζεται σήμερα στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ Φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν Θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε Θευματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Οί απλοί χωριάτες πού έβλεπαν το άκτιστο φως”
του π. Νικολάου Λουδοβίκου
Ἔλεγα λοιπὸν 5 πράγματα, ἔβλεπα ὅτι ὁ κόσμος ἔ, ἄκουγε ὅ,τι ἄκουγε, γύρναγε ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ ἐντάξει συνέχιζε κανονικὰ τὴ ζωή του, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα.
Ἡ μοναξιὰ αὐτὴ ἤτανε βαρὺ αἴσθημα, ἔλεγα μὰ τί κάνω ἐγὼ σὰν παπὰς αὐτὴ τὴ στιγμή, τί νόημα ἔχει νὰ ξαναπάω τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ ξαναμιλήσω στὸ τάδε χωριὸ, ἀφοῦ πάλι… ναί, δὲν μποροῦσα, δὲν λέω ὅτι εἶναι εὔκολο ἀλλά, σήμερα σᾶς εἶπα διάλεξα νὰ μιλήσω δύσκολα, θέλω νὰ πῶ πιστεύω ὅτι τὸ ἀκροατήριο ἔχει τέτοιες δυνατότητες, ἀλλὰ ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ τότε, πάντως εἶχα μεγάλη δυσκολία.
Λοιπὸν κάποια στιγμή μοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς σὰν νὰ μοῦ ἔμαθε πολλὰ πράγματα.
Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς Κυριακές, τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, μοῦ λέει ὁ παπάς, ἕνας ἁπλὸς παπὰς καὶ δύο ἁπλοὶ-ἁπλούστατοι ἐπίτροποι, ἀγράμματοι ἄνθρωποι, πᾶμε νὰ πιοῦμε, πάτερ, ἕναν καφέ, προτοῦ φύγεις.
Μὴν φύγεις ἔτσι, ἐντάξει.
Τελειώνει ἡ Λειτουργία, ἐγὼ πάντα θλιμμένα πολὺ μέσα στὴ μοναξιὰ κ.λ.π. κ.λ.π. κ.λ.π. Καὶ πᾶμε νὰ πιοῦμε τὸν καφὲ στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ.
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ πίναμε τὸν καφέ, ξαφνικὰ γυρίζει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει:
– Λοιπὸν, πάτερ, (-μοῦ λέει) ἐγὼ μὲ τὸν κὺρ Γιάννη ἀπὸ ἐδῶ (-κὺρ Γιάννης ἦταν ὁ ἄλλος ὁ ἐπίτροπος) εἴχαμε μία ἀπορία. Ὁ ναός μας ἐδῶ δὲν ἦταν καθαγιασμένος – δὲν εἶχαν γίνει ἐγκαίνια, ναὶ- ναί καὶ εἴχαμε τὴν ἀπορία, μὴ ὄντας καθαγιασμένος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, τὰ μυστήρια καὶ ἡ Θεία Λειτουργία δὲν ἦταν κανονικά;
Λέω ὤχ, ὢχ τί γίνεται ἐδῶ! τέτοια ἀπορία, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.
Καὶ λέει:
– Ξέρεις τί κάναμε, εἴπαμε νὰ κάνουμε τρεῖς ἑβδομάδες νηστεία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καὶ κάναμε, καὶ πραγματικὰ μία Κυριακὴ προτοῦ ἔλθει ὁ Δεσπότης νὰ κάνει τὰ αὐτά, εἴδαμε τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ξανὰ αὐτὸ τὸ φῶς.
Ἐγὼ ἄρχισα νὰ θορυβοῦμαι:
– Ποιὸ φῶς, τί φῶς;
– Ἐκεῖνο τὸ φῶς, τὸ ἀείφωτο, βλέπεις μετὰ τὸν ἥλιο καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σκοτάδι, ἕνα φῶς τὸ ὁποῖο κατεβαίνει καὶ βλέπεις πράγματα, πολλὰ πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, τὸ μέλλον ἐκεῖ μέσα κ.λ.π.
Ἄρχισα νὰ συγκλονίζομαι, εἶχα νὰ κάνω μὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου καὶ βέβαια καὶ ὁ ἄλλος εὐλογοῦσε ἐκεῖ καὶ ὁ ἁπλὸς ὁ παπὰς ἔλεγε κι αὐτὸς ναί, ναί, ἤτανε ὅλοι σάν…
Ἦταν συγκλονιστικὴ ἡ ἐμπειρία αὐτὴ γιὰ μένα, βέβαια δὲν σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλὰ ἄρχισα νὰ τὸν ψάχνω αὐτὸν τὸν ἐπίτροπο, αὐτὸν τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο.
– Πῶς ζεῖς ἐσύ, (ἀφοῦ ἔπαθα τὸ σὸκ τὸ ὁποῖο μὲ συνόδευε γιὰ χρόνια μετά). Πῶς ζεῖς ἐσύ;
– Ἒ πῶς ζῶ ἐγώ, φτωχά.
– Τί κάνεις, πῶς ἀκριβῶς περνᾶς τὴ μέρα σου, τί ἀκριβῶς κάνεις στὴ διάρκεια τῆς μέρας;
– Δὲν κάνω (-λέει) ἀπολύτως τίποτα, δὲν ἔχω (-λέει) κάποια ἰδιαίτερη αὐτή, ἀγαπῶ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ λίγη ὑπομονὴ κάνω. Λίγη ὑπομονὴ κάνω.
Εἶχε ὑπομονὴ αὐτός, ξέρεις τί θὰ πεῖ ὑπομονή; Ὑπομονὴ σημαίνει αὐτὸς ὁ σταυρὸς τῆς ἐλευθερίας νὰ ἀγκαλιάζει τοὺς ἄλλους.
Ἐκεῖ μέσα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλειῶδες δίδαγμα, ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι βιωμένη φυσιολογία, μὴ νομίζετε ὅτι ὁ ἡσυχασμός, ἐσεῖς οἱ θεολόγοι, εἶναι ἀτομικὴ ἐπίδοση ὅπως κάνουν οἱ ἰνδουιστὲς ἢ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι καταργοῦνε τὸ θέλημα γιὰ νὰ δοῦνε τὰ θεάματα.
Εἶναι αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα στὴν κοινωνία, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνονται μεγάλες ἀποκαλύψεις τὶς ὁποῖες ἐγὼ φυσικά, ὡς ὑποψήφιος διδάκτωρ καὶ μετέπειτα δὲν ἀξιώθηκα, οὔτε ἀξιώθηκα ἔκτοτε.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σας.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
Ἐν Ἐσόπτρῳ Τριμηνιαία ἔκδοση Ἱ. Μ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
Ἰανουάριος-Φεβρουάριος -Μάρτιος 2011 – τεῦχος 29

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου