Aυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων έχουν πεισθεί πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων»
Τα λόγια ανήκουν στον Αριστοτέλη, τον μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών, ο οποίος ανέδειξε την αξία που έχει η Παιδεία και η Εκπαίδευση στη σπουδαιότερη τέχνη που έχει σχέση με την
οργάνωση της ζωής των ανθρώπων. Την τέχνη της διοίκησης.
Κι αν βιαστεί κανείς να αμφισβητήσει την αξία των λόγων του Αριστοτέλη, ας ανατρέξει στον J. Barnes έναν από τους εγκυρότερους σύγχρονους μελετητές του, ο οποίος μας λέει πως «κανένας πριν από αυτόν δεν είχε συνεισφέρει τόσο πολύ στη γνώση και κανένας μετά από αυτόν δεν μπορεί να φιλοδοξεί να συναγωνιστεί τα επιτεύγματα του»
Ποιος είναι όμως αυτός ο ασυναγώνιστος για τους μελετητές φιλόσοφος; Μια αναζήτηση των πηγών μας αποκαλύπτει την πορεία της ζωής του ανθρώπου που έμελε να γίνει ο πιο γνωστός Έλληνας επιστήμονας και φιλόσοφος, με το όνομά του να αναφέρεται σήμερα σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου και το έργο του να αποτελεί σημείο αναφοράς κάθε σύγχρονης σκέψης και φιλοσοφικού προβληματισμού.
Σύμφωνα με τις πηγές λοιπόν, ο Αριστοτέλης γεννιέται το 384 π.Χ. στα Στάγιρα της Χαλκιδικής και πατέρας του είναι ο γιατρός Νικόμαχος. Σε ηλικία 17 ετών, και αφού προηγουμένως είχε χάσει και τους δύο γονείς του, διψώντας για μόρφωση εγκαθίσταται στην Αθήνα, το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της Ελλάδας. Εκεί γίνεται δεκτός στην Ακαδημία του Πλάτωνα, ακολουθώντας μαθήματα που στόχευαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των σπουδαστών, μέσα από μια αυστηρή μαθητεία στην επιστημονική σκέψη. Στην Ακαδημία, ο Αριστοτέλης παραμένει για 20 χρόνια, ως το 347, χρονιά που πεθαίνει ο μεγάλος δάσκαλός του ο Πλάτωνας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Αριστοτέλης έχαιρε της εκτίμησης όχι μόνο των άλλων φιλοσόφων της Ακαδημίας, αλλά και του ίδιου του Πλάτωνα, λόγω της ευφυΐας και του ερευνητικού του ζήλου. Μάλιστα ο Πλάτωνας ονομάζει τον Αριστοτέλη «νουν της διατριβής».
Μετά τις σπουδές στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης διδάσκει για πέντε χρόνια στην Άσσο της Μικράς Ασίας και στη Λέσβο, ώσπου το 342 π. Χ. ο Φίλιππος της Μακεδονίας τον προσκαλεί για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού τότε γιου του Αλέξανδρου. Μια συνάντηση δασκάλου-μαθητή που επρόκειτο να αλλάξει το χάρτη της εποχής και τις σχέσεις των εθνών.
Μετά τη Μακεδονία και την εκπαίδευση του Αλέξανδρου, γύρω στο 335, o Αριστοτέλης μεταβαίνει και πάλι στην Αθήνα, όπου ιδρύει τη δική του φιλοσοφική σχολή, την περίφημη Περιπατητική γιατί ο Αριστοτέλης συνήθιζε να διδάσκει περπατώντας μαζί με τους μαθητές του.
Το 323 π.Χ., όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης εγκαταλείπει την Αθήνα, εξαιτίας του αντι-μακεδονικού αισθήματος, και φεύγει για τη Χαλκίδα, όπου, ένα χρόνο αργότερα, το 322 π.Χ. πεθαίνει σε ηλικία 62 ετών.
Ο Αριστοτέλης παρέδωσε στις επόμενες γενιές ένα έργο που καλύπτει όλους σχεδόν τους τομείς των επιστημών της εποχής του. Από τη φιλοσοφία και την ηθική ως τη φυσική και τη βιολογία. Γι' αυτό το πολυδιάστατο έργο του, ο Αριστοτέλης ονομάστηκε από πολλούς πανεπιστημιακούς δασκάλους ως «πανεπιστήμονας», φιλόσοφος, κορυφαίος εκπαιδευτικός και αναμφίβολα ο συστηματικότερος και μεθοδικότερος νους της αρχαιότητας.
Εκείνο όμως που συνεχίζει να καταπλήσσει τους μελετητές του Αριστοτέλη είναι η διαχρονικότητα των απόψεών του, παρά το γεγονός ότι τα έργα του γράφτηκαν σχεδόν πριν από 24 αιώνες. Για παράδειγμα, η Λογική όπως διδάσκεται στις ημέρες μας στα πανεπιστήμια του κόσμου διαφέρει ελάχιστα από τη Λογική όπως την είχε διατυπώσει ο μεγάλος φιλόσοφος. Το ίδιο ισχύει για την Ηθική. Έργο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία του πνεύματος.
Το εξαιρετικά πλούσιο έργο του οι σύγχρονοι ερευνητές το ταξινομούν σε επιμέρους κατηγορίες που είναι:
Τα Λογικά, τα Φυσικά, τα Βιολογικά, Μετά τα φυσικά, τα Οντολογικά, τα Ηθικά, τα Πολιτικά, η Ρητορική και η Ποιητική. Αλλά και μέσα σ΄ αυτές τις κατηγορίες διαπιστώνουμε πως το έργο του Αριστοτέλη απαρτίζεται από πλειάδα αυτόνομων συγγραμμάτων, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα γνώσεων. Για παράδειγμα στα «Φυσικά», ο Αριστοτέλης μελετά τις γενικές αρχές της φυσικής επιστήμης, η οποία επεκτείνεται στην Κοσμολογία, τη Μετεωρολογία, και τη δομή της ύλης.
Στην Ρητορική, εξετάζει τους τύπους της πειστικής επιχειρηματολογίας, ενώ στην Ποιητική εκθέτει τη θεωρία της ποιητικής δημιουργίας, όπως αυτή εκφραζόταν στα έργα της αρχαίας τραγωδίας.
Στα Ηθικά και τα Πολιτικά, καλύπτει την πρακτική πλευρά της φιλοσοφίας, η οποία επικεντρώνεται στη μελέτη της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Συμπεριφορά, που συμπυκνώνεται στους γνωστούς όρους της «μεσότητας» και του «μέτρου», όροι που και σήμερα αναζητούνται από όλους μας, τόσο στην ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο μας.
Κι ανάμεσα στα έργα του, βλέπουμε πως για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία γίνεται λόγος για νομοθετημένη δημόσια παιδεία, γιατί ο μεγάλος Σταγιρίτης φιλόσοφος πίστευε πως με έναν κοινό για όλους τρόπο εκπαίδευσης ο άνθρωπος καθίσταται σωστός πολίτης, δηλαδή αποκτά τη δυνατότητα να «μετέχει κρίσεως και αρχής», με τελικό αποτέλεσμα να μετέχουν της πολιτείας «πάντες οἱ πολῖται», όπως τόνιζε.
Για το θέμα αυτό, γράφει ο φιλόσοφος στα «Πολιτικά» του:
«Κανείς, νομίζω, δεν έχει αμφιβολία ότι είναι υποχρέωση του νομοθέτη να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το θέμα της παιδείας των νέων. Είναι κάτι που αν παραμεληθεί στις πόλεις, βλάπτει πριν απ' όλα το ίδιο το πολίτευμά τους, αφού οι νέοι πρέπει να παίρνουν μόρφωση ταιριαστή με το πολίτευμα της πόλης τους. Έπειτα, συνεχίζει ο φιλόσοφος, η κάθε τέχνη προϋποθέτει κάποια προπαιδεία και κάποια άσκηση, αν είναι να φτάσει κάποτε κανείς να κάνει τις εργασίες αυτής της τέχνης. Το ίδιο όμως ισχύει και για τις πράξεις της αρετής. Καθώς, εξάλλου, οι πολίτες μιας πόλης έχουν να επιτελέσουν σαν σύνολο ένα σκοπό, είναι φανερό ότι και η παιδεία πρέπει να είναι μία και ίδια για όλους, και η φροντίδα γι' αυτήν πρέπει να ανήκει στο δημόσιο και όχι να αφήνεται στην ατομική πρωτοβουλία, όπως γίνεται σήμερα, που ο κάθε γονιός φροντίζει ιδιωτικά τα παιδιά του, διδάσκοντας τους τούς κλάδους της γνώσης που ο ίδιος θεωρεί ενδεδειγμένους. Για την επίτευξη ενός στόχου που είναι κοινός για όλους, κοινή πρέπει να είναι και η άσκηση».
Η τελευταία φράση του φιλοσόφου αγαπητοί σύνεδροι, αποτελεί τον πυρήνα της σκέψης κάθε σύγχρονου νομοθέτη που επιχειρεί να οργανώσει ένα σύστημα Παιδείας και να συντάξει ένα Πρόγραμμα Σπουδών.
Τι είναι όμως εκείνο που διαμόρφωσε τη συγκεκριμένη θέση του Αριστοτέλη για την Παιδεία; Είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, η ηθική παρακμή, η πολιτική κρίση και τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αθήνα τον 4ο αιώνα. Προβλήματα που κλονίζουν τα θεμέλια της κοινωνικής σταθερότητας. Και τη λύση στα προβλήματα αυτά αναμένεται να δώσει η εκπαίδευση. Γι’ αυτό, την εποχή αυτή θεωρείται πως τέθηκαν οι βάσεις των επιστημών της αγωγής. Στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στη ρητορική σχολή του Ισοκράτη και στη σχολή του Αριστοτέλη εξετάστηκαν και αναπτύχθηκαν όλα τα βασικά θέματα της παιδείας, τόσο τα θεωρητικά όσο και τα πρακτικά, όπως:
- ο σκοπός της αγωγής
- το μορφωτικό ιδεώδες
- το δυνατόν της αγωγής
- τα μορφωτικά αγαθά
- οι μέθοδοι διδασκαλίας
- η αξία της αξιολόγησης
- η δύναμη του κοινωνικοοικονομικού και ευρύτερου περιβάλλοντος.
Εδώ, αξίζει να τονιστεί πως όλα τα παιδαγωγικά συστήματα που ακολούθησαν
σε ολόκληρο τον κόσμο στηρίχτηκαν σ΄ αυτά ακριβώς τα θεμελιώδη ζητήματα που παρουσιάστηκαν τον 4ον π.Χ. αιώνα στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτών των αναζητήσεων, σκοπός της αγωγής για τον Αριστοτέλη είναι:
1. Να δώσει στον νέο τις πρακτικές εκείνες γνώσεις που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της ζωής.
2. Να καλλιεργήσει στην ψυχή του μαθητή την αγάπη προς το αγαθό και την
αρετή.
3. Να αναπτύξει τις διανοητικές ικανότητες του εκπαιδευόμενου.
4. Να δημιουργήσει καλές έξεις, και
5. Να καταστήσει τους εκπαιδευόμενους ικανούς να γνωρίζουν τα καθήκοντα και τα δικαιώματά τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Όλη αυτή τη στοχοθεσία αγαπητοί φίλοι, που συντάχθηκε πριν από 24 αιώνες, τη συμπεριλαμβάνουν όλα τα σύγχρονα κράτη στους νόμους τους για την Παιδεία, αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα των θέσεων του μεγάλου Σταγιρίτη φιλοσόφου.
Ως προς τη δύναμη της αγωγής, ο Αριστοτέλης λέει πως αυτή εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
- Τις κληρονομικές καταβολές, την ιδιαίτερη δηλαδή φύση του ατόμου
- Το έθος, τη συνήθεια που αποκτά κανείς με την άσκηση, και
- το λόγο, δηλαδή την παιδεία και την εκπαίδευση.
Ιδιαίτερα για τη φύση του ατόμου, διαχρονικής αξίας είναι η γνωστή φράση του φιλοσόφου: «Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει», δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν τη γνώση. Φράση που αποτελεί σήμερα αξίωμα της Παιδαγωγικής. Όπως εξάλλου ότι και τους τρεις αυτούς παράγοντες, τη φύση, το έθος και το λόγο, λαμβάνουν υπόψη ακόμα και σήμερα οι Επιστήμες της Αγωγής.
Ακόμα, ο Αριστοτέλης πίστευε πως η εκπαίδευση οφείλει να είναι και οικογενειακή και δημόσια. Στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» διαβάζουμε πως:
Η οικογενειακή εκπαίδευση αρχίζει από τη γέννηση του παιδιού και διαρκεί ως το 7ο έτος, οπότε αρχίζει η δημόσια. Ενώ προς το τέλος του 8ου κεφαλαίου των «Πολιτικών» ο φιλόσοφος αναφέρεται στην εκπαίδευση των παιδιών, όχι μόνο από της γεννήσεώς τους αλλά και πριν την σύλληψή τους, με τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις αυτής, ως επιστήμονας που έχει γνώσεις βιολογίας και ιατρικής. Διατυπώνει λόγο για την φροντίδα της πρώτης ηλικίας, αλλά και για την επόμενη, έως τα πέντε, υποστηρίζοντας πως δεν πρέπει να επιβάλλεται τίποτα με τη βία στα παιδιά, παρά να επιτρέπεται τόση κίνηση όση χρειάζεται, για να αποφεύγεται η ραθυμία. Και για την αποτροπή της εν λόγω κατάστασης, εκτός των άλλων τρόπων, προτείνει το παιχνίδι. Επιπλέον, έλεγε ο φιλόσοφος, σ’ αυτή την ηλικία οι παιδονόμοι πρέπει να έχουν την φροντίδα για το ποιοι μύθοι θα διαβάζονται στα παιδιά, διότι το περιεχόμενό τους έχει ιδιαίτερη διδακτική αξία. Όλα αυτά, συνεχίζει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, είναι ο προπομπός για τις μετέπειτα ασχολίες, αφού τα περισσότερα παιχνίδια είναι μιμήσεις σοβαρών εργασιών.
Αλλά και όταν αρχίζει η δημόσια εκπαίδευση, η οικογένεια, λέει ο Αριστοτέλης, πρέπει να βοηθά και να συμπληρώνει τη σχολική αγωγή.
Η κοινή εκπαίδευση, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, πρέπει να γίνεται σε δημόσια ιδρύματα και την όλη φροντίδα θα την έχει η πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό, η αγωγή πρέπει να είναι μεν κοινή, αλλά να προσαρμόζεται σε κάθε περίπτωση προς την αντιληπτική ικανότητα και την ατομικότητα του κάθε μαθητή (6Γ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ). Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό η διαχρονική φράση του Σταγιρίτη φιλοσόφου πως «δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων». Θέση που απαντά με καταλυτικό τρόπο στο σημερινό ψευδεπίγραφο επιχείρημα περί «ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση»
Τι μας λέει λοιπόν ο Αριστοτέλης; Τον θεμελιώδη ρόλο που παίζει η οικογένεια στην ανατροφή του παιδιού, την κοινή για όλους εκπαίδευση που πρέπει να παρέχεται από την πολιτεία σε δημόσια εκπαιδευτήρια και την ανάγκη της εξατομικευμένης διδασκαλίας, που συνιστά ακόμα και σήμερα θεμελιώδη αρχή της Διδακτικής επιστήμης. Όλα, βασικές αρχές της σύγχρονης εκπαίδευσης διατυπωμένες αιώνες πριν.
Ως προς τα μορφωτικά ιδεώδη, ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του μας λέει πως αυτά πρέπει να είναι τα εξής:
1ο. «Τα χρήσιμα προς τον βίο», το ωφελιμιστικό δηλαδή ιδεώδες. Οι χρήσιμες και πρακτικές γνώσεις, έλεγε, πρέπει πάντοτε να οδηγούν στην ηθική ζωή και στην ελευθερία του ατόμου και όχι στη χυδαία και ανελεύθερη ζωή.
2ο. «Τα τείνοντα προς την αρετή», το ηθικό δηλαδή ιδεώδες. Η όλη αγωγή, έλεγε, πρέπει να οδηγεί στην ηθικοποίηση του ανθρώπου. Για να πετύχει η ηθικοποίηση του ανθρώπου, πρέπει οι τρεις δυνάμεις της αγωγής η φύση, το έθος και ο λόγος να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους.
3ο. «Τα προς τη διάνοια τείνοντα», η ανάπτυξη δηλαδή των πνευματικών
Ικανοτήτων του ανθρώπου. Ανάπτυξη που δεν πρέπει να καλλιεργεί τον εγωισμό και την αλαζονεία, αλλά να οδηγεί προς τον ενάρετο βίο.
4ο. «Τα περιττά», το καλαισθητικό δηλαδή ιδεώδες. Εδώ ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που εισάγει στη διδασκαλία το μάθημα της «γραφικής», δηλαδή της ιχνογραφίας.
5ο. «Το πολιτειακό ιδεώδες», σύμφωνα με το οποίο η μόρφωση του ανθρώπου δεν πρέπει να αποβλέπει στην ευδαιμονία μόνο του ατόμου, αλλά και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα.
Εξειδικεύοντας τα μορφωτικά ιδεώδη, αξίζει να σταθούμε στη θέση του Σταγιρίτη φιλοσόφου όσο αφορά στην εκπαίδευση των νέων στη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Ενώ δηλαδή η ανάγνωση και η γραφή θεωρούνταν από όλους ότι χρησίμευαν στην εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών, όπως και η γυμναστική ότι συντελούσε στην ανδρεία, αντίθετα, γράφει ο φιλόσοφος στα «Πολιτικά του», οι σπουδές στη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία πρέπει να είναι ελεύθερες και οφείλουν να διατηρούν έναν ερασιτεχνισμό, ώστε να τις εκτιμούν οι νέοι και να τις υπηρετούν όπως προσιδιάζει στην υφή τους. Να μην τις αντιμετωπίζουν δηλαδή με ωφελιμιστικού και ποσοτικού τύπου κριτήρια. Ειδικά δε για τη μουσική, ο φιλόσοφος τη θεωρούσε προϋπόθεση της παιδείας, απόλαυση και μέσον αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Της απέδιδε δηλαδή το αυθεντικό-αισθητικό της περιεχόμενο ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερης υφής της, χωρίς να την εγκλωβίζει σε ωφελιμιστικές πρακτικές. Έτσι, στο θέμα αυτό, η αισθητική διάσταση θα λέγαμε πως προτείνεται από τον μεγάλο φιλόσοφο κανονιστικά.
Αντίστοιχη είναι η θέση του Σταγιρίτη φιλοσόφου και για τη ζωγραφική, ως δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου. Είναι καλό, έλεγε «να εκπαιδεύονται οι νέοι και στη ζωγραφική, διότι η αγωγή αυτή επιτρέπει στον άνθρωπο να εκτιμά τη σωματική ομορφιά». Είναι σαν να μας λέει ο Αριστοτέλης πως στον ελεύθερο χρόνο μας δεν υπάρχει ανάγκη να κάνουμε κάτι με συγκεκριμένο και αδιαπραγμάτευτο τελικό σκοπό και πρόγραμμα. Η ευχαρίστηση της ψυχής και η ολοκλήρωση της ύπαρξης είναι ο κύριος σκοπός στον ελεύθερο χρόνο του ανθρώπου. Παιδιού και ενήλικα. Αυτό που ο Αριστοτέλης θέλει να υπογραμμίσει κατά βάθος αγαπητοί σύνεδροι, είναι ότι ο ελεύθερος άνθρωπος κρίνεται κυρίως από τα δημιουργικά του ενδιαφέροντα. Ο άνθρωπος που στον ελεύθερό χρόνο του δεν έχει τι να κάνει, έλεγε, που νιώθει πλήξη, είναι ο απαίδευτος άνθρωπος. Και είναι απαίδευτος όσες χρηστικές γνώσεις κι αν κατέχει. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος ολοκληρώνεται σε επίπεδο υπαρξιακό κι αυτή η δυνατότητα είναι για τον Αριστοτέλη αλληλένδετη με την παιδεία που έχει λάβει.
Αυτή η θέση του Αριστοτέλη αγαπητοί σύνεδροι, συνιστά την διαχρονικά φιλοσοφική προσέγγιση της παιδείας ως προς τον καθορισμό του περιεχομένου της. Έτσι, κοινή είναι η πεποίθηση ότι στο σημερινό σχολείο, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα οφείλει να δώσει βαρύτητα και σε δημιουργικές δραστηριότητες ανεξάρτητα από τη χρηστική τους αξία. Η στείρα χρησιμοθηρική εκπαίδευση αναπαράγει πολίτες χωρίς έμπνευση και όραμα. Η χρηστική αντιμετώπιση των πάντων συνιστά ισοπέδωση που ταιριάζει με το ανελεύθερο. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης μας λέει χαρακτηριστικά πως «η αποκλειστική επιδίωξη του χρήσιμου ελάχιστα ταιριάζει στους μεγαλόψυχους και στους ελεύθερους». Γιατί το χρηστικό απευθύνεται στο ζην, ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε για το ευ ζην. Γι’ αυτό αγαπητοί φίλοι ο Αριστοτέλης δεν ακυρώνει μεν τη χρηστικότητα των γνώσεων, καθώς γνωρίζει πως πρέπει να εξασφαλιστεί το ζην, θεωρεί όμως, ότι έμφαση πρέπει να δοθεί στο ευ ζην. Γι’ αυτό ο ελεύθερος άνθρωπος, έλεγε, πρέπει να εκπαιδευτεί σωστά, ώστε να μπορεί να προσεγγίσει το «ευ ζην» κατά τρόπο δημιουργικό.
Με αυτές του τις θέσεις αγαπητοί σύνεδροι, ο Αριστοτέλης θα λέγαμε πως μας μιλάει ως ένας σύγχρονος επιστήμονας της θεωρίας της Αγωγής. Εξειδικεύει τα γνωστικά αντικείμενα της εποχής του με βάση τη χρηστική τους αξία, συνδέει τα μορφωτικά ιδεώδη με τον σκοπό της αγωγής, και τέλος τον σκοπό της αγωγής με το καλό της Πολιτείας, δηλαδή το καλό του συνόλου.
Κι αν αγαπητοί σύνεδροι, οι φιλοσοφικές απόψεις του Αριστοτέλη διαμορφώθηκαν, όπως προαναφέραμε, στο πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής παρακμής της Αθήνας του 4ου π.Χ. αιώνα, ποια είναι αλήθεια η θέση του μεγάλου φιλοσόφου στη σύγχρονη πραγματικότητα;
Σήμερα, φίλες και φίλοι εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, με την αναζήτηση και διαχείριση της πληροφορίας να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των ατομικών και επιστημονικών ενδιαφερόντων, τίθεται από πολλούς το ερώτημα, αν το άπειρο πλήθος των πληροφοριών που με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα είμαστε ικανοί να συγκεντρώσουμε και να διαχειριστούμε, καθώς και η άκρως εξειδικευμένη γνώση αποτελούν επαρκή συνθήκη για να οδηγηθούμε στην κατάκτηση της αλήθειας και να μας κάνουν ευτυχισμένους.
Είναι προφανής η δυσκολία απάντησης στο ερώτημα, ακόμη και αν δεχθούμε πως η επιστήμη, από την εποχή του Αριστοτέλη έως σήμερα, έχει κάνει σημαντικά βήματα επιδιώκοντας μια ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας, ενώ η γνώση, όπως ξέρουμε, προκύπτει από μια ατέρμονη διαδικασία μάθησης. Οι θέσεις όμως του Αριστοτέλη, που αφορούν στο επιστημολογικό-γνωσιολογικό ζήτημα, αλλά και στο οντολογικό-μεταφυσικό, καθώς και στο ηθικό-αξιακό, μας προσφέρουν σημαντικά εργαλεία ανάλυσης του διερευνώμενου ζητήματος, προκειμένου να οδηγηθούμε σε ουσιαστικές απαντήσεις.
Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης μας προσφέρει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της νόησης και της μάθησης. Η θεώρηση αυτή, η οποία επεκτείνεται σε πολλά έργα του, δεν περιορίζεται μόνο στη διατύπωση των κανόνων για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά προχωρά και στον προσδιορισμό του σκοπού και του περιεχομένου της μάθησης, της αγωγής και της εκπαίδευσης.
Έτσι, σκοπός της μάθησης, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η επίτευξη της τελείωσης. Της τελείωσης που ταυτίζεται με την ευδαιμονία, η οποία δεν νοείται μόνο ως ευχαρίστηση ή ικανοποίηση από την απόλαυση υλικών ή πνευματικών αγαθών, αλλά ως ενέργεια της ψυχής η οποία τείνει προς την επιδίωξη του αγαθού. Ο άνθρωπος προβαίνει στην επιτέλεση των άριστων ενεργειών, που είναι οι διανοητικές και ηθικές αρετές, με την ενεργοποίηση της θεωρητικής και της πρακτικής νόησης.
Η αγωγή, κατά συνέπεια, έχει ως αποστολή να συντελέσει στην πραγμάτωση του σκοπού της ύπαρξης, στην επίτευξη της ευδαιμονίας, ασκώντας τον άνθρωπο στην επιτέλεση της αρετής.
Μας βοηθάει αλήθεια η σύγχρονη τεχνολογία και όλες οι σχετικές εφαρμογές, ελκυστικές σε όλους μας, στην πραγμάτωση αυτού του σκοπού; Μας προσφέρουν δηλαδή ευδαιμονία και καλλιεργούν την αρετή όλες αυτές οι σύγχρονες μορφές αναζήτησης και διαχείρισης της πληροφορίας; Ή μήπως, μαζί με τα αδιαμφισβήτητα οφέλη, απομονώνουν το άτομο και κυρίως το παιδί και καλλιεργούν τον εγωισμό της αυθεντίας;
Ρητορικά τα ερωτήματα αγαπητοί σύνεδροι, αλλά πόσο έτοιμοι είμαστε αλήθεια όχι να θυσιάσουμε, αλλά να συνδυάσουμε τα σύγχρονα επιτεύγματα της πληροφορικής με τις διαχρονικές αλήθειες του Αριστοτέλη; Μήπως χρειαζόμαστε ένα άλλο μοντέλο εκπαίδευσης που δεν θα παραβλέπει την καλλιέργεια της ψυχής και της αρετής; Το ερώτημα το θέτουν οι επιστήμονες, την απάντηση όμως θα τη δώσουν οι πολιτικοί.
Και επειδή σήμερα βρίσκονται ανάμεσά μας αρκετοί πολιτικοί, αλλά και επειδή όσοι δεν είμαστε πολιτικοί δεν παύουμε στιγμή να είμαστε πολιτικά όντα, αξίζει να δούμε εν συντομία πώς συνδέει ο μεγάλος Σταγιρίτης φιλόσοφος την πολιτική με την παιδεία.
Η θέση του είναι ότι, για να προωθηθεί η πολιτική ποιότητα της κοινωνίας και για να ολοκληρωθεί η ίδια ως συλλογικό σχήμα, ο πολίτης θα πρέπει να λειτουργεί ως εκείνο το ειδοποιό στοιχείο, που μέσω της αγωγής θα πορεύεται στο να συγκροτηθεί η ταυτότητά του ως ελεύθερης, αναστοχαζόμενης και προσωπικής παρουσίας. Ταυτόχρονα, λέει ο φιλόσοφος στα «Πολιτικά» του, θα πρέπει να καλλιεργηθεί στους πολίτες το αίσθημα του ανήκειν στην πόλη και όχι μόνο στον εαυτό τους.
Ο Αριστοτέλης αγαπητοί σύνεδροι θεωρεί πως οι πολιτικοί θεσμοί πρέπει να είναι άρρηκτα συνυφασμένοι με την πραγμάτωση της ηθικής, για να επιτευχθεί ο τελικός σκοπός της κοινωνίας. Άρα, το παράδειγμα που προτείνεται εδώ είναι ολιστικό. Και αρμόδιος για μία τέτοια αμοιβαία συνύφανση είναι, για τον Αριστοτέλη, ο νομοθέτης. Είναι το πολιτικό εκείνο υποκείμενο, άτομο ή συλλογικότητα, που διαμορφώνει το εκπαιδευτικό σύστημα, κατά τρόπο που να μην παρέχει μόνον μορφωτικά αγαθά -όπως γίνεται στην εποχή μας κατά κόρον- αλλά να προσβλέπει, όπως λέει ο Αριστοτέλης, στο να προστατεύσει το ισχύον πολίτευμα - τη δημοκρατία - προετοιμάζοντας αναλόγως τους πολίτες από την παιδική ακόμα ηλικία.
Γι’ αυτό ο νομοθέτης, λέει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά», θα πρέπει να αποκλείσει από την πόλη την αισχρολογία, είτε να λέγεται είτε να ακούγεται από τους νέους. Μάλιστα προβλέπει και ποινές σε περίπτωση παραπτώματος ανάλογα με την ηλικία των νέων. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς, για τις ποινές δηλαδή, να είπε τη γνωστή σε όλους μας φράση «οι μεν ρίζες της παιδείας πικρές, οι δε καρποί γλυκείς». Με τον τρόπο αυτό αγαπητοί σύνεδροι, ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η παιδεία μπορεί να προφυλάξει τους νέους, ως μελλοντικούς πολίτες, από αρνητικές επιρροές που βλάπτουν την πόλη.
Ακόμα, για τον Αριστοτέλη, η οργανωμένη και κοινή για όλους παιδεία συντελεί ώστε ο άνθρωπος-πολίτης να γίνεται «αγαθός, σπουδαίος και φρόνιμος». Και εξειδικεύοντας τα χαρακτηριστικά του «σπουδαίου» πολίτη μας λέει πως αυτά είναι: πρώτον, η ικανότητα «έκαστα κρίνει ορθώς» και διακρίνει «εν εκάστοις το αληθές», και δεύτερον η κατάκτηση της αρετής. Ο «σπουδαίος» πολίτης, έλεγε ο Αριστοτέλης, φθάνει «εις την ευδαιμονίαν» και οι «σπουδαίοι και ευδαίμονες πολίται» αποτελούν, όπως τόνιζε, τη βάση για την ευδαιμονία της πόλης.
Από τα ανωτέρω θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι για την αγωγή των πολιτών ο Αριστοτέλης εισάγει τον νόμο που θα καθορίζει το περιεχόμενό της, τον προγραμματισμό και τους στόχους της. Ο νόμος λειτουργεί απελευθερωτικά, διότι διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για να εκδηλώνονται οι ατομικές δυνατότητες και ο νομοθέτης είναι το πρόσωπο που χωρίς ίδιο όφελος εισάγει την αξία του αντικειμενικού δικαίου.
Έτσι, αγαπητοί σύνεδροι, για τον μεγάλο φιλόσοφο, η παιδεία αποτελεί τον συνδετικό ιστό της πολιτικής με την ηθική, γι’ αυτό και θεωρεί ότι το κράτος προετοιμάζει τον πολίτη, μέσω της παιδείας ώστε να βρίσκεται σε θέση να πράττει «τα καλά τ’ αναγκαία και τα χρήσιμα», όπως τόνιζε με έμφαση.
Αγαπητές και αγαπητοί σύνεδροι,
Ανιχνεύοντας τις θέσεις του Αριστοτέλη για την παιδεία και ευρισκόμενοι σήμερα εδώ, στη Νάουσα, λίγα μόλις χιλιόμετρα από την αρχαία Μίεζα, εκεί όπου η Ιστορία έμελε να φέρει σε επαφή τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της οικουμένης με την πιο λαμπρή στρατιωτική φυσιογνωμία όλων των εποχών θα ήταν παράλειψη να μην αναδείξουμε τη σχέση και την κοινή ουσία των δύο αυτών ανδρών: την παιδεία.
Μια σχέση δασκάλου – μαθητή που ανέδειξε μεταξύ άλλων και ο Χέγκελ, ο σπουδαίος αυτός Γερμανός φιλόσοφος, αποδεικνύοντας, μέσα από τη σταδιοδρομία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την πρακτική χρησιμότητα της φιλοσοφίας, πράγμα που αποτελούσε ακράδαντη πεποίθηση και του Αριστοτέλη.
Τι δίδαξε όμως ο Σταγιρίτης φιλόσοφος στον μετέπειτα κοσμοκράτορα, ασκώντας τόση επίδραση στην προσωπικότητά του; Το τι ακριβώς, δεν είναι απολύτως γνωστό, καθώς δεν υπάρχει λεπτομερής καταγραφή της παιδαγωγικής διαδικασίας, του περιεχομένου και των μεθόδων της.
Από στοιχεία όμως που μας παραδίδουν ο Αρριανός, ο Πλούταρχος, και ο Διογένης Λαέρτιος συμπεραίνουμε πως κύριο θέμα της διδασκαλίας του νεαρού βασιλόπαιδα ήταν ο Όμηρος και οι Τραγικοί, τα έργα των οποίων αποτελούσαν τότε τη βάση της ελληνικής παιδείας.
Βέβαιο επίσης θεωρείται ότι ο Αριστοτέλης συζητούσε με τον Αλέξανδρο τα καθήκοντα των ηγεμόνων και την τέχνη της διακυβέρνησης με στόχο φυσικά τη διαμόρφωση ενός ικανού ηγέτη. Του δίδαξε την εκτίμηση της δύναμης του νου, την μεθοδευμένη και συστηματική σκέψη, και φυσικά τη λογική σε όλες τις διαστάσεις της. Του ενέπνευσε την αγάπη προς τις τέχνες, την ποίηση και τον ελληνικό πολιτισμό.
Δημιούργησε έτσι ο Αριστοτέλης έναν φιλομαθή ηγεμόνα, ο οποίος από την αρχή «πρὸς φιλοσοφίαν ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος», συνέχισε να σκέπτεται και να λειτουργεί σύμφωνα με τις φιλοσοφικές ιδέες και αντιλήψεις που του εμφύσησε ο δάσκαλός του.
Ο Αριστοτέλης διέπλασε στην ουσία έναν φορέα του ελληνικού πολιτισμού. Κι αυτό αποδεικνύεται από την οργάνωση της τεράστιας ακολουθίας επιστημόνων, φιλοσόφων, ιστορικών, γεωγράφων, αρχιτεκτόνων, βοτανολόγων, ιατρών, καλλιτεχνών, που με εντολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναλάμβαναν συγκεκριμένο έργο στις περιοχές που καταλαμβάνονταν.
Ακολούθησε όμως ο Αλέξανδρος πιστά όλα όσα του δίδαξε ο δάσκαλός του; Ο Μακεδόνας στρατηλάτης υπήρξε ένας μεγαλοφυής στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Τα κατορθώματά του ήταν έξω από τα συνήθη ανθρώπινα όρια. Μια τέτοια προσωπικότητα, συνήθως ξεπερνά τον δάσκαλό του και δημιουργεί νέα πλαίσια σκέψης. Και σε ένα τουλάχιστον σημείο αγαπητοί σύνεδροι μπορούμε να πούμε πως ο Αλέξανδρος ξεπέρασε τον Αριστοτέλη:
Διαφοροποιήθηκε από τον δάσκαλό του και δεν θεώρησε ποτέ βαρβάρους και κατώτερους τους λαούς που κατέκτησε. Αντίθετα, σεβάστηκε τα ήθη και τη θρησκεία τους και τους αντιμετώπιζε όλους με βάση όχι την κταγωγή, αλλά την αρετή. Γι’ αυτό και στον μεγάλο στρατηλάτη αποδίδεται τα κάτωθι λόγια: «Δεν μ' ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών ούτε η φυλή στην οποία γεννήθηκαν. Τους αντιμετωπίζω όλους μ' ένα κριτήριο: την αρετή».
Έτσι, ό,τι έχτισε ο Μακεδόνας βασιλιάς, το έκανε πάνω στον δικό τους πολιτισμό, μπολιάζοντάς τον με το ελληνικό πνεύμα, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια ολόκληρη νέα περίοδο: την ελληνιστική. Αν ο Αλέξανδρος αγαπητοί σύνεδροι δεν ξεπερνούσε τον δάσκαλό του θα έμενε στην Ιστορία ως ένας ακόμα μεγάλος κατακτητής. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Γι’ αυτό ήταν και παραμένει μια μοναδική πολυδιάστατη προσωπικότητα.
Αξιότιμοι προσκεκλημένοι, αγαπητοί σύνεδροι,
Τα 47 έργα του Αριστοτέλη που έχουν διασωθεί, από τα 400 περίπου που υπολογίζεται ότι συνέγραψε, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο μεγάλος Σταγιρίτης φιλόσοφος αναζήτησε και διατύπωσε απαντήσεις για τα πάντα. Αν και ολόκληρα τμήματα της φιλοσοφίας του ισχύουν ακόμη και σήμερα, το σημαντικότερο δεν είναι το πόσες και ποιες από τις θεωρίες του επαληθεύτηκαν. Το σημαντικότερο είναι ότι σε αυτόν τον μεγάλο Έλληνα, τον πατέρα της «θεωρίας» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε, η διατύπωση της φύσης και του χαρακτήρα του συλλογισμού και η ανάπτυξη της σκέψης.
Ειδικά στο θέμα της Παιδείας, τη διαχρονικότητα των απόψεών του τεκμηριώνει η σύγχρονη παιδαγωγική επιστήμη, ενώ η επίδραση που άσκησε η διδασκαλία του στον Μέγα Αλέξανδρο αποδεικνύει τη δύναμη της Αγωγής ως μέσου που μπορεί να κατευθύνει τον άνθρωπο προς τα υψηλά και τα ωραία.
Γι’ αυτό, αγαπητοί σύνεδροι, στη δύσκολη και ρευστή περίοδο που διέρχεται η χώρα μας, στην περίοδο που αναζητούμε προσανατολισμό, είναι ανάγκη να θυμόμαστε πάντα τα λόγια του:
«Αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων έχουν πεισθεί πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων»
Τα λόγια ανήκουν στον Αριστοτέλη, τον μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών, ο οποίος ανέδειξε την αξία που έχει η Παιδεία και η Εκπαίδευση στη σπουδαιότερη τέχνη που έχει σχέση με την
οργάνωση της ζωής των ανθρώπων. Την τέχνη της διοίκησης.
Κι αν βιαστεί κανείς να αμφισβητήσει την αξία των λόγων του Αριστοτέλη, ας ανατρέξει στον J. Barnes έναν από τους εγκυρότερους σύγχρονους μελετητές του, ο οποίος μας λέει πως «κανένας πριν από αυτόν δεν είχε συνεισφέρει τόσο πολύ στη γνώση και κανένας μετά από αυτόν δεν μπορεί να φιλοδοξεί να συναγωνιστεί τα επιτεύγματα του»
Ποιος είναι όμως αυτός ο ασυναγώνιστος για τους μελετητές φιλόσοφος; Μια αναζήτηση των πηγών μας αποκαλύπτει την πορεία της ζωής του ανθρώπου που έμελε να γίνει ο πιο γνωστός Έλληνας επιστήμονας και φιλόσοφος, με το όνομά του να αναφέρεται σήμερα σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου και το έργο του να αποτελεί σημείο αναφοράς κάθε σύγχρονης σκέψης και φιλοσοφικού προβληματισμού.
Σύμφωνα με τις πηγές λοιπόν, ο Αριστοτέλης γεννιέται το 384 π.Χ. στα Στάγιρα της Χαλκιδικής και πατέρας του είναι ο γιατρός Νικόμαχος. Σε ηλικία 17 ετών, και αφού προηγουμένως είχε χάσει και τους δύο γονείς του, διψώντας για μόρφωση εγκαθίσταται στην Αθήνα, το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της Ελλάδας. Εκεί γίνεται δεκτός στην Ακαδημία του Πλάτωνα, ακολουθώντας μαθήματα που στόχευαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των σπουδαστών, μέσα από μια αυστηρή μαθητεία στην επιστημονική σκέψη. Στην Ακαδημία, ο Αριστοτέλης παραμένει για 20 χρόνια, ως το 347, χρονιά που πεθαίνει ο μεγάλος δάσκαλός του ο Πλάτωνας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Αριστοτέλης έχαιρε της εκτίμησης όχι μόνο των άλλων φιλοσόφων της Ακαδημίας, αλλά και του ίδιου του Πλάτωνα, λόγω της ευφυΐας και του ερευνητικού του ζήλου. Μάλιστα ο Πλάτωνας ονομάζει τον Αριστοτέλη «νουν της διατριβής».
Μετά τις σπουδές στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης διδάσκει για πέντε χρόνια στην Άσσο της Μικράς Ασίας και στη Λέσβο, ώσπου το 342 π. Χ. ο Φίλιππος της Μακεδονίας τον προσκαλεί για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού τότε γιου του Αλέξανδρου. Μια συνάντηση δασκάλου-μαθητή που επρόκειτο να αλλάξει το χάρτη της εποχής και τις σχέσεις των εθνών.
Μετά τη Μακεδονία και την εκπαίδευση του Αλέξανδρου, γύρω στο 335, o Αριστοτέλης μεταβαίνει και πάλι στην Αθήνα, όπου ιδρύει τη δική του φιλοσοφική σχολή, την περίφημη Περιπατητική γιατί ο Αριστοτέλης συνήθιζε να διδάσκει περπατώντας μαζί με τους μαθητές του.
Το 323 π.Χ., όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης εγκαταλείπει την Αθήνα, εξαιτίας του αντι-μακεδονικού αισθήματος, και φεύγει για τη Χαλκίδα, όπου, ένα χρόνο αργότερα, το 322 π.Χ. πεθαίνει σε ηλικία 62 ετών.
Ο Αριστοτέλης παρέδωσε στις επόμενες γενιές ένα έργο που καλύπτει όλους σχεδόν τους τομείς των επιστημών της εποχής του. Από τη φιλοσοφία και την ηθική ως τη φυσική και τη βιολογία. Γι' αυτό το πολυδιάστατο έργο του, ο Αριστοτέλης ονομάστηκε από πολλούς πανεπιστημιακούς δασκάλους ως «πανεπιστήμονας», φιλόσοφος, κορυφαίος εκπαιδευτικός και αναμφίβολα ο συστηματικότερος και μεθοδικότερος νους της αρχαιότητας.
Εκείνο όμως που συνεχίζει να καταπλήσσει τους μελετητές του Αριστοτέλη είναι η διαχρονικότητα των απόψεών του, παρά το γεγονός ότι τα έργα του γράφτηκαν σχεδόν πριν από 24 αιώνες. Για παράδειγμα, η Λογική όπως διδάσκεται στις ημέρες μας στα πανεπιστήμια του κόσμου διαφέρει ελάχιστα από τη Λογική όπως την είχε διατυπώσει ο μεγάλος φιλόσοφος. Το ίδιο ισχύει για την Ηθική. Έργο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία του πνεύματος.
Το εξαιρετικά πλούσιο έργο του οι σύγχρονοι ερευνητές το ταξινομούν σε επιμέρους κατηγορίες που είναι:
Τα Λογικά, τα Φυσικά, τα Βιολογικά, Μετά τα φυσικά, τα Οντολογικά, τα Ηθικά, τα Πολιτικά, η Ρητορική και η Ποιητική. Αλλά και μέσα σ΄ αυτές τις κατηγορίες διαπιστώνουμε πως το έργο του Αριστοτέλη απαρτίζεται από πλειάδα αυτόνομων συγγραμμάτων, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα γνώσεων. Για παράδειγμα στα «Φυσικά», ο Αριστοτέλης μελετά τις γενικές αρχές της φυσικής επιστήμης, η οποία επεκτείνεται στην Κοσμολογία, τη Μετεωρολογία, και τη δομή της ύλης.
Στην Ρητορική, εξετάζει τους τύπους της πειστικής επιχειρηματολογίας, ενώ στην Ποιητική εκθέτει τη θεωρία της ποιητικής δημιουργίας, όπως αυτή εκφραζόταν στα έργα της αρχαίας τραγωδίας.
Στα Ηθικά και τα Πολιτικά, καλύπτει την πρακτική πλευρά της φιλοσοφίας, η οποία επικεντρώνεται στη μελέτη της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Συμπεριφορά, που συμπυκνώνεται στους γνωστούς όρους της «μεσότητας» και του «μέτρου», όροι που και σήμερα αναζητούνται από όλους μας, τόσο στην ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο μας.
Κι ανάμεσα στα έργα του, βλέπουμε πως για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία γίνεται λόγος για νομοθετημένη δημόσια παιδεία, γιατί ο μεγάλος Σταγιρίτης φιλόσοφος πίστευε πως με έναν κοινό για όλους τρόπο εκπαίδευσης ο άνθρωπος καθίσταται σωστός πολίτης, δηλαδή αποκτά τη δυνατότητα να «μετέχει κρίσεως και αρχής», με τελικό αποτέλεσμα να μετέχουν της πολιτείας «πάντες οἱ πολῖται», όπως τόνιζε.
Για το θέμα αυτό, γράφει ο φιλόσοφος στα «Πολιτικά» του:
«Κανείς, νομίζω, δεν έχει αμφιβολία ότι είναι υποχρέωση του νομοθέτη να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το θέμα της παιδείας των νέων. Είναι κάτι που αν παραμεληθεί στις πόλεις, βλάπτει πριν απ' όλα το ίδιο το πολίτευμά τους, αφού οι νέοι πρέπει να παίρνουν μόρφωση ταιριαστή με το πολίτευμα της πόλης τους. Έπειτα, συνεχίζει ο φιλόσοφος, η κάθε τέχνη προϋποθέτει κάποια προπαιδεία και κάποια άσκηση, αν είναι να φτάσει κάποτε κανείς να κάνει τις εργασίες αυτής της τέχνης. Το ίδιο όμως ισχύει και για τις πράξεις της αρετής. Καθώς, εξάλλου, οι πολίτες μιας πόλης έχουν να επιτελέσουν σαν σύνολο ένα σκοπό, είναι φανερό ότι και η παιδεία πρέπει να είναι μία και ίδια για όλους, και η φροντίδα γι' αυτήν πρέπει να ανήκει στο δημόσιο και όχι να αφήνεται στην ατομική πρωτοβουλία, όπως γίνεται σήμερα, που ο κάθε γονιός φροντίζει ιδιωτικά τα παιδιά του, διδάσκοντας τους τούς κλάδους της γνώσης που ο ίδιος θεωρεί ενδεδειγμένους. Για την επίτευξη ενός στόχου που είναι κοινός για όλους, κοινή πρέπει να είναι και η άσκηση».
Η τελευταία φράση του φιλοσόφου αγαπητοί σύνεδροι, αποτελεί τον πυρήνα της σκέψης κάθε σύγχρονου νομοθέτη που επιχειρεί να οργανώσει ένα σύστημα Παιδείας και να συντάξει ένα Πρόγραμμα Σπουδών.
Τι είναι όμως εκείνο που διαμόρφωσε τη συγκεκριμένη θέση του Αριστοτέλη για την Παιδεία; Είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, η ηθική παρακμή, η πολιτική κρίση και τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αθήνα τον 4ο αιώνα. Προβλήματα που κλονίζουν τα θεμέλια της κοινωνικής σταθερότητας. Και τη λύση στα προβλήματα αυτά αναμένεται να δώσει η εκπαίδευση. Γι’ αυτό, την εποχή αυτή θεωρείται πως τέθηκαν οι βάσεις των επιστημών της αγωγής. Στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στη ρητορική σχολή του Ισοκράτη και στη σχολή του Αριστοτέλη εξετάστηκαν και αναπτύχθηκαν όλα τα βασικά θέματα της παιδείας, τόσο τα θεωρητικά όσο και τα πρακτικά, όπως:
- ο σκοπός της αγωγής
- το μορφωτικό ιδεώδες
- το δυνατόν της αγωγής
- τα μορφωτικά αγαθά
- οι μέθοδοι διδασκαλίας
- η αξία της αξιολόγησης
- η δύναμη του κοινωνικοοικονομικού και ευρύτερου περιβάλλοντος.
Εδώ, αξίζει να τονιστεί πως όλα τα παιδαγωγικά συστήματα που ακολούθησαν
σε ολόκληρο τον κόσμο στηρίχτηκαν σ΄ αυτά ακριβώς τα θεμελιώδη ζητήματα που παρουσιάστηκαν τον 4ον π.Χ. αιώνα στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτών των αναζητήσεων, σκοπός της αγωγής για τον Αριστοτέλη είναι:
1. Να δώσει στον νέο τις πρακτικές εκείνες γνώσεις που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της ζωής.
2. Να καλλιεργήσει στην ψυχή του μαθητή την αγάπη προς το αγαθό και την
αρετή.
3. Να αναπτύξει τις διανοητικές ικανότητες του εκπαιδευόμενου.
4. Να δημιουργήσει καλές έξεις, και
5. Να καταστήσει τους εκπαιδευόμενους ικανούς να γνωρίζουν τα καθήκοντα και τα δικαιώματά τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Όλη αυτή τη στοχοθεσία αγαπητοί φίλοι, που συντάχθηκε πριν από 24 αιώνες, τη συμπεριλαμβάνουν όλα τα σύγχρονα κράτη στους νόμους τους για την Παιδεία, αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα των θέσεων του μεγάλου Σταγιρίτη φιλοσόφου.
Ως προς τη δύναμη της αγωγής, ο Αριστοτέλης λέει πως αυτή εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
- Τις κληρονομικές καταβολές, την ιδιαίτερη δηλαδή φύση του ατόμου
- Το έθος, τη συνήθεια που αποκτά κανείς με την άσκηση, και
- το λόγο, δηλαδή την παιδεία και την εκπαίδευση.
Ιδιαίτερα για τη φύση του ατόμου, διαχρονικής αξίας είναι η γνωστή φράση του φιλοσόφου: «Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει», δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν τη γνώση. Φράση που αποτελεί σήμερα αξίωμα της Παιδαγωγικής. Όπως εξάλλου ότι και τους τρεις αυτούς παράγοντες, τη φύση, το έθος και το λόγο, λαμβάνουν υπόψη ακόμα και σήμερα οι Επιστήμες της Αγωγής.
Ακόμα, ο Αριστοτέλης πίστευε πως η εκπαίδευση οφείλει να είναι και οικογενειακή και δημόσια. Στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» διαβάζουμε πως:
Η οικογενειακή εκπαίδευση αρχίζει από τη γέννηση του παιδιού και διαρκεί ως το 7ο έτος, οπότε αρχίζει η δημόσια. Ενώ προς το τέλος του 8ου κεφαλαίου των «Πολιτικών» ο φιλόσοφος αναφέρεται στην εκπαίδευση των παιδιών, όχι μόνο από της γεννήσεώς τους αλλά και πριν την σύλληψή τους, με τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις αυτής, ως επιστήμονας που έχει γνώσεις βιολογίας και ιατρικής. Διατυπώνει λόγο για την φροντίδα της πρώτης ηλικίας, αλλά και για την επόμενη, έως τα πέντε, υποστηρίζοντας πως δεν πρέπει να επιβάλλεται τίποτα με τη βία στα παιδιά, παρά να επιτρέπεται τόση κίνηση όση χρειάζεται, για να αποφεύγεται η ραθυμία. Και για την αποτροπή της εν λόγω κατάστασης, εκτός των άλλων τρόπων, προτείνει το παιχνίδι. Επιπλέον, έλεγε ο φιλόσοφος, σ’ αυτή την ηλικία οι παιδονόμοι πρέπει να έχουν την φροντίδα για το ποιοι μύθοι θα διαβάζονται στα παιδιά, διότι το περιεχόμενό τους έχει ιδιαίτερη διδακτική αξία. Όλα αυτά, συνεχίζει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, είναι ο προπομπός για τις μετέπειτα ασχολίες, αφού τα περισσότερα παιχνίδια είναι μιμήσεις σοβαρών εργασιών.
Αλλά και όταν αρχίζει η δημόσια εκπαίδευση, η οικογένεια, λέει ο Αριστοτέλης, πρέπει να βοηθά και να συμπληρώνει τη σχολική αγωγή.
Η κοινή εκπαίδευση, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, πρέπει να γίνεται σε δημόσια ιδρύματα και την όλη φροντίδα θα την έχει η πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό, η αγωγή πρέπει να είναι μεν κοινή, αλλά να προσαρμόζεται σε κάθε περίπτωση προς την αντιληπτική ικανότητα και την ατομικότητα του κάθε μαθητή (6Γ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ). Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό η διαχρονική φράση του Σταγιρίτη φιλοσόφου πως «δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων». Θέση που απαντά με καταλυτικό τρόπο στο σημερινό ψευδεπίγραφο επιχείρημα περί «ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση»
Τι μας λέει λοιπόν ο Αριστοτέλης; Τον θεμελιώδη ρόλο που παίζει η οικογένεια στην ανατροφή του παιδιού, την κοινή για όλους εκπαίδευση που πρέπει να παρέχεται από την πολιτεία σε δημόσια εκπαιδευτήρια και την ανάγκη της εξατομικευμένης διδασκαλίας, που συνιστά ακόμα και σήμερα θεμελιώδη αρχή της Διδακτικής επιστήμης. Όλα, βασικές αρχές της σύγχρονης εκπαίδευσης διατυπωμένες αιώνες πριν.
Ως προς τα μορφωτικά ιδεώδη, ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του μας λέει πως αυτά πρέπει να είναι τα εξής:
1ο. «Τα χρήσιμα προς τον βίο», το ωφελιμιστικό δηλαδή ιδεώδες. Οι χρήσιμες και πρακτικές γνώσεις, έλεγε, πρέπει πάντοτε να οδηγούν στην ηθική ζωή και στην ελευθερία του ατόμου και όχι στη χυδαία και ανελεύθερη ζωή.
2ο. «Τα τείνοντα προς την αρετή», το ηθικό δηλαδή ιδεώδες. Η όλη αγωγή, έλεγε, πρέπει να οδηγεί στην ηθικοποίηση του ανθρώπου. Για να πετύχει η ηθικοποίηση του ανθρώπου, πρέπει οι τρεις δυνάμεις της αγωγής η φύση, το έθος και ο λόγος να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους.
3ο. «Τα προς τη διάνοια τείνοντα», η ανάπτυξη δηλαδή των πνευματικών
Ικανοτήτων του ανθρώπου. Ανάπτυξη που δεν πρέπει να καλλιεργεί τον εγωισμό και την αλαζονεία, αλλά να οδηγεί προς τον ενάρετο βίο.
4ο. «Τα περιττά», το καλαισθητικό δηλαδή ιδεώδες. Εδώ ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που εισάγει στη διδασκαλία το μάθημα της «γραφικής», δηλαδή της ιχνογραφίας.
5ο. «Το πολιτειακό ιδεώδες», σύμφωνα με το οποίο η μόρφωση του ανθρώπου δεν πρέπει να αποβλέπει στην ευδαιμονία μόνο του ατόμου, αλλά και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα.
Εξειδικεύοντας τα μορφωτικά ιδεώδη, αξίζει να σταθούμε στη θέση του Σταγιρίτη φιλοσόφου όσο αφορά στην εκπαίδευση των νέων στη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Ενώ δηλαδή η ανάγνωση και η γραφή θεωρούνταν από όλους ότι χρησίμευαν στην εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών, όπως και η γυμναστική ότι συντελούσε στην ανδρεία, αντίθετα, γράφει ο φιλόσοφος στα «Πολιτικά του», οι σπουδές στη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία πρέπει να είναι ελεύθερες και οφείλουν να διατηρούν έναν ερασιτεχνισμό, ώστε να τις εκτιμούν οι νέοι και να τις υπηρετούν όπως προσιδιάζει στην υφή τους. Να μην τις αντιμετωπίζουν δηλαδή με ωφελιμιστικού και ποσοτικού τύπου κριτήρια. Ειδικά δε για τη μουσική, ο φιλόσοφος τη θεωρούσε προϋπόθεση της παιδείας, απόλαυση και μέσον αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Της απέδιδε δηλαδή το αυθεντικό-αισθητικό της περιεχόμενο ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερης υφής της, χωρίς να την εγκλωβίζει σε ωφελιμιστικές πρακτικές. Έτσι, στο θέμα αυτό, η αισθητική διάσταση θα λέγαμε πως προτείνεται από τον μεγάλο φιλόσοφο κανονιστικά.
Αντίστοιχη είναι η θέση του Σταγιρίτη φιλοσόφου και για τη ζωγραφική, ως δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου. Είναι καλό, έλεγε «να εκπαιδεύονται οι νέοι και στη ζωγραφική, διότι η αγωγή αυτή επιτρέπει στον άνθρωπο να εκτιμά τη σωματική ομορφιά». Είναι σαν να μας λέει ο Αριστοτέλης πως στον ελεύθερο χρόνο μας δεν υπάρχει ανάγκη να κάνουμε κάτι με συγκεκριμένο και αδιαπραγμάτευτο τελικό σκοπό και πρόγραμμα. Η ευχαρίστηση της ψυχής και η ολοκλήρωση της ύπαρξης είναι ο κύριος σκοπός στον ελεύθερο χρόνο του ανθρώπου. Παιδιού και ενήλικα. Αυτό που ο Αριστοτέλης θέλει να υπογραμμίσει κατά βάθος αγαπητοί σύνεδροι, είναι ότι ο ελεύθερος άνθρωπος κρίνεται κυρίως από τα δημιουργικά του ενδιαφέροντα. Ο άνθρωπος που στον ελεύθερό χρόνο του δεν έχει τι να κάνει, έλεγε, που νιώθει πλήξη, είναι ο απαίδευτος άνθρωπος. Και είναι απαίδευτος όσες χρηστικές γνώσεις κι αν κατέχει. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος ολοκληρώνεται σε επίπεδο υπαρξιακό κι αυτή η δυνατότητα είναι για τον Αριστοτέλη αλληλένδετη με την παιδεία που έχει λάβει.
Αυτή η θέση του Αριστοτέλη αγαπητοί σύνεδροι, συνιστά την διαχρονικά φιλοσοφική προσέγγιση της παιδείας ως προς τον καθορισμό του περιεχομένου της. Έτσι, κοινή είναι η πεποίθηση ότι στο σημερινό σχολείο, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα οφείλει να δώσει βαρύτητα και σε δημιουργικές δραστηριότητες ανεξάρτητα από τη χρηστική τους αξία. Η στείρα χρησιμοθηρική εκπαίδευση αναπαράγει πολίτες χωρίς έμπνευση και όραμα. Η χρηστική αντιμετώπιση των πάντων συνιστά ισοπέδωση που ταιριάζει με το ανελεύθερο. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης μας λέει χαρακτηριστικά πως «η αποκλειστική επιδίωξη του χρήσιμου ελάχιστα ταιριάζει στους μεγαλόψυχους και στους ελεύθερους». Γιατί το χρηστικό απευθύνεται στο ζην, ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε για το ευ ζην. Γι’ αυτό αγαπητοί φίλοι ο Αριστοτέλης δεν ακυρώνει μεν τη χρηστικότητα των γνώσεων, καθώς γνωρίζει πως πρέπει να εξασφαλιστεί το ζην, θεωρεί όμως, ότι έμφαση πρέπει να δοθεί στο ευ ζην. Γι’ αυτό ο ελεύθερος άνθρωπος, έλεγε, πρέπει να εκπαιδευτεί σωστά, ώστε να μπορεί να προσεγγίσει το «ευ ζην» κατά τρόπο δημιουργικό.
Με αυτές του τις θέσεις αγαπητοί σύνεδροι, ο Αριστοτέλης θα λέγαμε πως μας μιλάει ως ένας σύγχρονος επιστήμονας της θεωρίας της Αγωγής. Εξειδικεύει τα γνωστικά αντικείμενα της εποχής του με βάση τη χρηστική τους αξία, συνδέει τα μορφωτικά ιδεώδη με τον σκοπό της αγωγής, και τέλος τον σκοπό της αγωγής με το καλό της Πολιτείας, δηλαδή το καλό του συνόλου.
Κι αν αγαπητοί σύνεδροι, οι φιλοσοφικές απόψεις του Αριστοτέλη διαμορφώθηκαν, όπως προαναφέραμε, στο πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής παρακμής της Αθήνας του 4ου π.Χ. αιώνα, ποια είναι αλήθεια η θέση του μεγάλου φιλοσόφου στη σύγχρονη πραγματικότητα;
Σήμερα, φίλες και φίλοι εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, με την αναζήτηση και διαχείριση της πληροφορίας να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των ατομικών και επιστημονικών ενδιαφερόντων, τίθεται από πολλούς το ερώτημα, αν το άπειρο πλήθος των πληροφοριών που με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα είμαστε ικανοί να συγκεντρώσουμε και να διαχειριστούμε, καθώς και η άκρως εξειδικευμένη γνώση αποτελούν επαρκή συνθήκη για να οδηγηθούμε στην κατάκτηση της αλήθειας και να μας κάνουν ευτυχισμένους.
Είναι προφανής η δυσκολία απάντησης στο ερώτημα, ακόμη και αν δεχθούμε πως η επιστήμη, από την εποχή του Αριστοτέλη έως σήμερα, έχει κάνει σημαντικά βήματα επιδιώκοντας μια ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας, ενώ η γνώση, όπως ξέρουμε, προκύπτει από μια ατέρμονη διαδικασία μάθησης. Οι θέσεις όμως του Αριστοτέλη, που αφορούν στο επιστημολογικό-γνωσιολογικό ζήτημα, αλλά και στο οντολογικό-μεταφυσικό, καθώς και στο ηθικό-αξιακό, μας προσφέρουν σημαντικά εργαλεία ανάλυσης του διερευνώμενου ζητήματος, προκειμένου να οδηγηθούμε σε ουσιαστικές απαντήσεις.
Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης μας προσφέρει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της νόησης και της μάθησης. Η θεώρηση αυτή, η οποία επεκτείνεται σε πολλά έργα του, δεν περιορίζεται μόνο στη διατύπωση των κανόνων για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά προχωρά και στον προσδιορισμό του σκοπού και του περιεχομένου της μάθησης, της αγωγής και της εκπαίδευσης.
Έτσι, σκοπός της μάθησης, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η επίτευξη της τελείωσης. Της τελείωσης που ταυτίζεται με την ευδαιμονία, η οποία δεν νοείται μόνο ως ευχαρίστηση ή ικανοποίηση από την απόλαυση υλικών ή πνευματικών αγαθών, αλλά ως ενέργεια της ψυχής η οποία τείνει προς την επιδίωξη του αγαθού. Ο άνθρωπος προβαίνει στην επιτέλεση των άριστων ενεργειών, που είναι οι διανοητικές και ηθικές αρετές, με την ενεργοποίηση της θεωρητικής και της πρακτικής νόησης.
Η αγωγή, κατά συνέπεια, έχει ως αποστολή να συντελέσει στην πραγμάτωση του σκοπού της ύπαρξης, στην επίτευξη της ευδαιμονίας, ασκώντας τον άνθρωπο στην επιτέλεση της αρετής.
Μας βοηθάει αλήθεια η σύγχρονη τεχνολογία και όλες οι σχετικές εφαρμογές, ελκυστικές σε όλους μας, στην πραγμάτωση αυτού του σκοπού; Μας προσφέρουν δηλαδή ευδαιμονία και καλλιεργούν την αρετή όλες αυτές οι σύγχρονες μορφές αναζήτησης και διαχείρισης της πληροφορίας; Ή μήπως, μαζί με τα αδιαμφισβήτητα οφέλη, απομονώνουν το άτομο και κυρίως το παιδί και καλλιεργούν τον εγωισμό της αυθεντίας;
Ρητορικά τα ερωτήματα αγαπητοί σύνεδροι, αλλά πόσο έτοιμοι είμαστε αλήθεια όχι να θυσιάσουμε, αλλά να συνδυάσουμε τα σύγχρονα επιτεύγματα της πληροφορικής με τις διαχρονικές αλήθειες του Αριστοτέλη; Μήπως χρειαζόμαστε ένα άλλο μοντέλο εκπαίδευσης που δεν θα παραβλέπει την καλλιέργεια της ψυχής και της αρετής; Το ερώτημα το θέτουν οι επιστήμονες, την απάντηση όμως θα τη δώσουν οι πολιτικοί.
Και επειδή σήμερα βρίσκονται ανάμεσά μας αρκετοί πολιτικοί, αλλά και επειδή όσοι δεν είμαστε πολιτικοί δεν παύουμε στιγμή να είμαστε πολιτικά όντα, αξίζει να δούμε εν συντομία πώς συνδέει ο μεγάλος Σταγιρίτης φιλόσοφος την πολιτική με την παιδεία.
Η θέση του είναι ότι, για να προωθηθεί η πολιτική ποιότητα της κοινωνίας και για να ολοκληρωθεί η ίδια ως συλλογικό σχήμα, ο πολίτης θα πρέπει να λειτουργεί ως εκείνο το ειδοποιό στοιχείο, που μέσω της αγωγής θα πορεύεται στο να συγκροτηθεί η ταυτότητά του ως ελεύθερης, αναστοχαζόμενης και προσωπικής παρουσίας. Ταυτόχρονα, λέει ο φιλόσοφος στα «Πολιτικά» του, θα πρέπει να καλλιεργηθεί στους πολίτες το αίσθημα του ανήκειν στην πόλη και όχι μόνο στον εαυτό τους.
Ο Αριστοτέλης αγαπητοί σύνεδροι θεωρεί πως οι πολιτικοί θεσμοί πρέπει να είναι άρρηκτα συνυφασμένοι με την πραγμάτωση της ηθικής, για να επιτευχθεί ο τελικός σκοπός της κοινωνίας. Άρα, το παράδειγμα που προτείνεται εδώ είναι ολιστικό. Και αρμόδιος για μία τέτοια αμοιβαία συνύφανση είναι, για τον Αριστοτέλη, ο νομοθέτης. Είναι το πολιτικό εκείνο υποκείμενο, άτομο ή συλλογικότητα, που διαμορφώνει το εκπαιδευτικό σύστημα, κατά τρόπο που να μην παρέχει μόνον μορφωτικά αγαθά -όπως γίνεται στην εποχή μας κατά κόρον- αλλά να προσβλέπει, όπως λέει ο Αριστοτέλης, στο να προστατεύσει το ισχύον πολίτευμα - τη δημοκρατία - προετοιμάζοντας αναλόγως τους πολίτες από την παιδική ακόμα ηλικία.
Γι’ αυτό ο νομοθέτης, λέει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά», θα πρέπει να αποκλείσει από την πόλη την αισχρολογία, είτε να λέγεται είτε να ακούγεται από τους νέους. Μάλιστα προβλέπει και ποινές σε περίπτωση παραπτώματος ανάλογα με την ηλικία των νέων. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς, για τις ποινές δηλαδή, να είπε τη γνωστή σε όλους μας φράση «οι μεν ρίζες της παιδείας πικρές, οι δε καρποί γλυκείς». Με τον τρόπο αυτό αγαπητοί σύνεδροι, ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η παιδεία μπορεί να προφυλάξει τους νέους, ως μελλοντικούς πολίτες, από αρνητικές επιρροές που βλάπτουν την πόλη.
Ακόμα, για τον Αριστοτέλη, η οργανωμένη και κοινή για όλους παιδεία συντελεί ώστε ο άνθρωπος-πολίτης να γίνεται «αγαθός, σπουδαίος και φρόνιμος». Και εξειδικεύοντας τα χαρακτηριστικά του «σπουδαίου» πολίτη μας λέει πως αυτά είναι: πρώτον, η ικανότητα «έκαστα κρίνει ορθώς» και διακρίνει «εν εκάστοις το αληθές», και δεύτερον η κατάκτηση της αρετής. Ο «σπουδαίος» πολίτης, έλεγε ο Αριστοτέλης, φθάνει «εις την ευδαιμονίαν» και οι «σπουδαίοι και ευδαίμονες πολίται» αποτελούν, όπως τόνιζε, τη βάση για την ευδαιμονία της πόλης.
Από τα ανωτέρω θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι για την αγωγή των πολιτών ο Αριστοτέλης εισάγει τον νόμο που θα καθορίζει το περιεχόμενό της, τον προγραμματισμό και τους στόχους της. Ο νόμος λειτουργεί απελευθερωτικά, διότι διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για να εκδηλώνονται οι ατομικές δυνατότητες και ο νομοθέτης είναι το πρόσωπο που χωρίς ίδιο όφελος εισάγει την αξία του αντικειμενικού δικαίου.
Έτσι, αγαπητοί σύνεδροι, για τον μεγάλο φιλόσοφο, η παιδεία αποτελεί τον συνδετικό ιστό της πολιτικής με την ηθική, γι’ αυτό και θεωρεί ότι το κράτος προετοιμάζει τον πολίτη, μέσω της παιδείας ώστε να βρίσκεται σε θέση να πράττει «τα καλά τ’ αναγκαία και τα χρήσιμα», όπως τόνιζε με έμφαση.
Αγαπητές και αγαπητοί σύνεδροι,
Ανιχνεύοντας τις θέσεις του Αριστοτέλη για την παιδεία και ευρισκόμενοι σήμερα εδώ, στη Νάουσα, λίγα μόλις χιλιόμετρα από την αρχαία Μίεζα, εκεί όπου η Ιστορία έμελε να φέρει σε επαφή τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της οικουμένης με την πιο λαμπρή στρατιωτική φυσιογνωμία όλων των εποχών θα ήταν παράλειψη να μην αναδείξουμε τη σχέση και την κοινή ουσία των δύο αυτών ανδρών: την παιδεία.
Μια σχέση δασκάλου – μαθητή που ανέδειξε μεταξύ άλλων και ο Χέγκελ, ο σπουδαίος αυτός Γερμανός φιλόσοφος, αποδεικνύοντας, μέσα από τη σταδιοδρομία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την πρακτική χρησιμότητα της φιλοσοφίας, πράγμα που αποτελούσε ακράδαντη πεποίθηση και του Αριστοτέλη.
Τι δίδαξε όμως ο Σταγιρίτης φιλόσοφος στον μετέπειτα κοσμοκράτορα, ασκώντας τόση επίδραση στην προσωπικότητά του; Το τι ακριβώς, δεν είναι απολύτως γνωστό, καθώς δεν υπάρχει λεπτομερής καταγραφή της παιδαγωγικής διαδικασίας, του περιεχομένου και των μεθόδων της.
Από στοιχεία όμως που μας παραδίδουν ο Αρριανός, ο Πλούταρχος, και ο Διογένης Λαέρτιος συμπεραίνουμε πως κύριο θέμα της διδασκαλίας του νεαρού βασιλόπαιδα ήταν ο Όμηρος και οι Τραγικοί, τα έργα των οποίων αποτελούσαν τότε τη βάση της ελληνικής παιδείας.
Βέβαιο επίσης θεωρείται ότι ο Αριστοτέλης συζητούσε με τον Αλέξανδρο τα καθήκοντα των ηγεμόνων και την τέχνη της διακυβέρνησης με στόχο φυσικά τη διαμόρφωση ενός ικανού ηγέτη. Του δίδαξε την εκτίμηση της δύναμης του νου, την μεθοδευμένη και συστηματική σκέψη, και φυσικά τη λογική σε όλες τις διαστάσεις της. Του ενέπνευσε την αγάπη προς τις τέχνες, την ποίηση και τον ελληνικό πολιτισμό.
Δημιούργησε έτσι ο Αριστοτέλης έναν φιλομαθή ηγεμόνα, ο οποίος από την αρχή «πρὸς φιλοσοφίαν ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος», συνέχισε να σκέπτεται και να λειτουργεί σύμφωνα με τις φιλοσοφικές ιδέες και αντιλήψεις που του εμφύσησε ο δάσκαλός του.
Ο Αριστοτέλης διέπλασε στην ουσία έναν φορέα του ελληνικού πολιτισμού. Κι αυτό αποδεικνύεται από την οργάνωση της τεράστιας ακολουθίας επιστημόνων, φιλοσόφων, ιστορικών, γεωγράφων, αρχιτεκτόνων, βοτανολόγων, ιατρών, καλλιτεχνών, που με εντολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναλάμβαναν συγκεκριμένο έργο στις περιοχές που καταλαμβάνονταν.
Ακολούθησε όμως ο Αλέξανδρος πιστά όλα όσα του δίδαξε ο δάσκαλός του; Ο Μακεδόνας στρατηλάτης υπήρξε ένας μεγαλοφυής στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Τα κατορθώματά του ήταν έξω από τα συνήθη ανθρώπινα όρια. Μια τέτοια προσωπικότητα, συνήθως ξεπερνά τον δάσκαλό του και δημιουργεί νέα πλαίσια σκέψης. Και σε ένα τουλάχιστον σημείο αγαπητοί σύνεδροι μπορούμε να πούμε πως ο Αλέξανδρος ξεπέρασε τον Αριστοτέλη:
Διαφοροποιήθηκε από τον δάσκαλό του και δεν θεώρησε ποτέ βαρβάρους και κατώτερους τους λαούς που κατέκτησε. Αντίθετα, σεβάστηκε τα ήθη και τη θρησκεία τους και τους αντιμετώπιζε όλους με βάση όχι την κταγωγή, αλλά την αρετή. Γι’ αυτό και στον μεγάλο στρατηλάτη αποδίδεται τα κάτωθι λόγια: «Δεν μ' ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών ούτε η φυλή στην οποία γεννήθηκαν. Τους αντιμετωπίζω όλους μ' ένα κριτήριο: την αρετή».
Έτσι, ό,τι έχτισε ο Μακεδόνας βασιλιάς, το έκανε πάνω στον δικό τους πολιτισμό, μπολιάζοντάς τον με το ελληνικό πνεύμα, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια ολόκληρη νέα περίοδο: την ελληνιστική. Αν ο Αλέξανδρος αγαπητοί σύνεδροι δεν ξεπερνούσε τον δάσκαλό του θα έμενε στην Ιστορία ως ένας ακόμα μεγάλος κατακτητής. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Γι’ αυτό ήταν και παραμένει μια μοναδική πολυδιάστατη προσωπικότητα.
Αξιότιμοι προσκεκλημένοι, αγαπητοί σύνεδροι,
Τα 47 έργα του Αριστοτέλη που έχουν διασωθεί, από τα 400 περίπου που υπολογίζεται ότι συνέγραψε, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο μεγάλος Σταγιρίτης φιλόσοφος αναζήτησε και διατύπωσε απαντήσεις για τα πάντα. Αν και ολόκληρα τμήματα της φιλοσοφίας του ισχύουν ακόμη και σήμερα, το σημαντικότερο δεν είναι το πόσες και ποιες από τις θεωρίες του επαληθεύτηκαν. Το σημαντικότερο είναι ότι σε αυτόν τον μεγάλο Έλληνα, τον πατέρα της «θεωρίας» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε, η διατύπωση της φύσης και του χαρακτήρα του συλλογισμού και η ανάπτυξη της σκέψης.
Ειδικά στο θέμα της Παιδείας, τη διαχρονικότητα των απόψεών του τεκμηριώνει η σύγχρονη παιδαγωγική επιστήμη, ενώ η επίδραση που άσκησε η διδασκαλία του στον Μέγα Αλέξανδρο αποδεικνύει τη δύναμη της Αγωγής ως μέσου που μπορεί να κατευθύνει τον άνθρωπο προς τα υψηλά και τα ωραία.
Γι’ αυτό, αγαπητοί σύνεδροι, στη δύσκολη και ρευστή περίοδο που διέρχεται η χώρα μας, στην περίοδο που αναζητούμε προσανατολισμό, είναι ανάγκη να θυμόμαστε πάντα τα λόγια του:
«Αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων έχουν πεισθεί πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου