Σαββατόβραδο, γύρω στις 11. Ωραία νύχτα. Αρκετά δροσερή. Ο φίλος μας αφήνει το αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ απέναντι από το νοσοκομείο Νάουσας. Την ώρα όμως που κατεβαίνει για να κλειδώσει, βλέπει το διπλανό αυτοκίνητο να… σείεται ρυθμικά. Τι έγινε; Σεισμός; Αναρωτιέται; Σε κλάσματα δευτερολέπτων έρχεται η πρώτη κραυγή, το πρώτο βογκητό. Τότε καταλαβαίνει τι γίνεται. Το ζευγαράκι μέσα...
δεν καταλαβαίνει τίποτε. Συνεχίζει απτόητο. Ο φίλος θέλει να είναι όσο πιο διακριτικός γίνεται. Φεύγει, μα ξεχνάει στο αυτοκίνητο το κινητό. Φτου σου γαμώτο μου! Ξαναγυρίζει πίσω στις μύτες των ποδιών του. Μην ταράξει τα… παιδιά σε δράση. Ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου, πιάνει το κινητό. Κι εκείνη τη μαύρη ώρα, το τηλέφωνο κτυπά. Ο κολλητός. Το σηκώνει εσπευσμένα και του λέει χαμηλοφώνως να κλείσει. Από την ταραχή του, του πέφτουν τα κλειδιά! Σαματάς. Σκοτάδι. Πού είναι τώρα τα κλειδιά; Σκύβει, ψάχνει, ξανακτυπάει το κινητό. Ο κολλητός δεν άκουσε. Ένας χαμός. Ο φίλος μας έχει ιδρώσει. Κάποια στιγμή βρίσκει τα κλειδιά, κλείνει το αυτοκίνητο, κλείνει το κινητό και φεύγει σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Φεύγοντας, ρίχνει μια τελευταία ματιά στο… αντισεισμικό αυτοκίνητο. Δεν κουνιέται πια. Ή η… πράξη ολοκληρώθηκε, ή διακόπηκε βιαίως από τη δική του αρκούντως αδέξια υπερδραστηριότητα. Σε εκείνο το σημείο κάνει την αυτοκριτική του:«Την επόμενη φορά θα βγω με τα πόδια…»!
ΚΑΛΟ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΗΣΕΣ ΡΕ ΚΩΣΤΑ...
ΑπάντησηΔιαγραφή