Μια σταγόνα ποίησης είναι ένας ωκεανός αισθημάτων.
ΑΚΡΙΒΟ ΔΩΡΟ στους συμπολίτες του -και στον εαυτό του- επεφύλαξε, στην εκπνοή του παλιού χρόνου και στην ανατολή του νέου, ο Ηλίας Τσέχος, με τη νέα του ποιητική συλλογή «Ή Σταγόνα ή ωκεανός».
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΟ ότι μια σταγόνα είναι ένας ωκεανός (π.χ. μια σταγόνα αγάπης είναι ένας ωκεανός αισθημάτων, ένα στοιχειώδες σωματίδιο της ύλης είναι ένα σύμπαν), το δίλημμα που θέτει ο Ηλίας Τσέχος με την νέα του ποιητική συλλογή, μάλλον θέλει να προ(σ)καλέσει περισσότερο την προσοχή του αναγνώστη στο γεγονός, ότι παρότι τα δύο αυτά μεγέθη αντιμέτωπα, πολλές φορές στην πράξη ταυτίζονται και το ένα εμπεριέχει το άλλο. Με άλλα λόγια, ο ποιητής εννοεί, ότι η σταγόνα μιας ματιάς, μιας χρωματικής ποικιλίας, το φευγαλέο αίσθημα, η φευγαλέα εικόνα της μάνας την ώρα που κάνει τις δουλειές της, αν τα πιάσεις στο δίχτυ της ποίησης –που αυτός είναι ο σκοπός της- γίνονται ωκεανός που σε κατακλύζει. Ο Ηλίας Τσέχος μας φωνάζει ότι το μικρό είναι μεγάλο, η σταγόνα είναι ωκεανός και όταν μας διαφεύγει -όταν
τη σπαταλάμε άσκοπα σαν κάτι ασήμαντο!- στην ουσία πεθαίνουμε από αιμορραγία…ΑΣ ΞΑΝΟΙΧΤΟΥΜΕ, λοιπόν, στον ωκεανό της ποίησης του Τσέχου, ας καταπιούμε τη σταγόνα της, ας γευτούμε τη γεύση της, ας νιώσουμε τα αισθήματα που μας κατακλύζουν.
Η ΠΟΙΗΣΗ του είναι: «Κράνο ποτό εξαίσιο», «Γλυκό κουταλιού στην αυλή» «πικρός καφές», «καλός μεζές», «καρέκλα στην πλατεία», «κρύα νερά», «αθόλωτα νερά», «ευτυχισμένης μάνας τσάκιση στο παντελόνι», «μάνα που ζυμώνει, «που κλαδεύει τριανταφυλλιές, που ποτίζει ντομάτες, πιπεριές», «χέρια που βάζουν πετρέλαιο στη λάμπα», «μύλος που αλέθει», «Δεμάτια τσαγιού που κρέμονται και στεγνώνουν», «ρόδα που τρέχει», «τρένο που κουβαλά προς την Έδεσσα», «κερασιά που βογγά προς τη δροσιά της», «κοπάδι αγριολούλουδα», «ανθέων στόλος», «ανθισμένες κερασιές», «φυλλοροές οξιάς», «λωτός ανθισμένος», «κλαδεμένες φάρμες», «μονοπάτια που στολίζουν οι ανεμώνες», «μέγας αρχαιωμένος πλάτανος», «πιξάρια», «πεύκο», «χιόνι», «μανιτάρια προβατίσια ή ελαφίσια»,», «αλυκές», «μισό φεγγάρι», «άπειρες πεταλούδες», «άνεμοι νότιοι»…
Η ΠΟΙΗΣΗ του Τσέχου είναι προϊόν της σχέσης του με της γη. Χλωρασιά που φυτρώνει στο χώμα: «Αρκεί στο χώμα / Πάντα να επιστρέφεις/ Άνοιξη έστω», γράφει. Και ο Ρεμπώ: «Άλλο δεν επιθύμησα παρά χώμα και πέτρες» (Οι ψηλές βουνοκορφές έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους, θα λέγαμε ή αλλιώς: «Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται»).
Η ΠΟΙΗΣΗ του Τσέχου είναι πανδαισία χρωμάτων, εικόνων: Από τη γη, τη φύση, τον ημαθιώτικο κάμπο, το Βέρμιο («Το χιόνι γέρνει / Γιατί γέρνει το δέντρο/ Μια υποψία», «Άνθισαν οι κερασιές / Αμόν νυφούλας!») Από την οικογενειακή ζωή, την οικογενειακή θαλπωρή, από την ακατάπαυστη δραστηριότητα της μάνας μέσα στο σπίτι («Αλέθ ο μύλον / Απάν κι αφκά λιθάρε / Ζουμών η μάνα»).
Η ΠΟΙΗΣΗ του Τσέχου είναι ιατρικό νυστέρι που με καισαρική τομή γεννά στο μυαλό μας πλήθος εικόνες, από τα παιδικά μας χρόνια, την περασμένη οικογενειακή και κοινωνική μας ζωή, το αγροτικό μας παρελθόν, τη ζωή στα χωράφια, στο ύπαιθρο, στη φύση…
Η ΠΟΙΗΣΗ του Τσέχου είναι χρωματική ποικιλία μέσα στο γκρίζο της καθημερινότητας…
Η ΠΟΙΗΣΗ είναι όπως το αλάτι στο φαϊ: Η ποιότητα μέσα στην ποσότητα.
Η ΠΟΙΗΣΗ του Τσέχου είναι αλάτι. Είναι ποιότητα.
Η ΠΟΙΗΣΗ του Τσέχου είναι ποίηση.
Ας αρτυθούμε.
Χρήστος Μπίντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου