Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Γρηγόριος Τρόμπακας (1886-1967). Ένας ακόμη ευεργέτης της Νάουσας(κουβέντα με ένα...άγαλμα). Του Τάσου Καραμπατζού

 


Προχθές την Πέμπτη,  είχα τις  τελευταίες μου δίκες  στο Ειρηνοδικείο Νάουσας. Βλέπετε ο χρόνος της δικηγορίας φτάνει πια στο τέλος του. Όπως άλλωστε και κάθε  πράγμα στη  σύντομη ζωή μας. Μ’ αξίωσε όμως ο Θεός  να  ολοκληρώσω το λειτούργημα του δικηγόρου το οποίο άσκησα ενεργά  για 30 περίπου χρόνια, αφαιρουμένης της δημαρχιακής θητείας.  Όμως  η ζωή συνεχίζεται, καθώς τα δικά μου βήματα  - πολύ γρηγορότερα όμως και καλύτερα- ακολουθούν   οι δύο λεβέντες μου, παίρνοντας επαξίως τη σκυτάλη από μένα. Συγκινημένος λοιπόν για κάτι που φτάνει σε αίσιο «τέλος» και με τις αναμνήσεις  να στροβιλίζουν ζωντανές στο μυαλό μου, επιχείρησα  έναν  πρώτο περιπατητικό  απολογισμό. Βγήκα από το «Διοικητήριο» και τράβηξα ίσια για την επαγγελματική μου κόχη. Καθώς όμως βάδιζα ακόμη επί της πλατείας, τα «βαρίδια» της σκέψης με τραβούσαν προς τα πίσω. Στα γραφεία του Ειρηνοδικείου, στους Δικαστές και στους υπαλλήλους με τους οποίους συνεργάστηκα άψογα τόσα χρόνια, στους συναδέλφους μου δικηγόρους με τους οποίους μπορεί  να αντιδικήσαμε μεν  αλλά ποτέ δεν μισηθήκαμε, στους φακέλους με τις δικογραφίες και τόσα άλλα μικρά και μεγάλα. Τα  μάτια μου άρχισαν να μουσκεύουν. Περιφέρονταν αμήχανα ολόγυρα. Στο κτήριο που άφηνα πίσω μου,  στα  δέντρα γύρω,  στην πέτρινη  βρύση με το κρύο νερό της Αράπιτσας,  στα παρτέρια με το πράσινο, αλλά  και στον κόσμο που περνούσε πέρα-δώθε.  Κι όπως δρασκέλιζα,  μου συνέβη κάτι  εντελώς αναπάντεχο. Ανάμεσα στις ζωντανές ψυχές των Ναουσαίων που καλημέριζα, αντάμωσα και κάτι πολύ διαφορετικό. Τα μάτια  μου έπεσαν πάνω στο άψυχο σώμα ενός άλλου Ναουσαίου. Ενός ακόμα μεγάλου Ευεργέτη της πόλης μας που στέκει  εδώ και χρόνια  αγέρωχος,  εκεί στην πλατεία με τ’ όνομά του.  Η επιβλητική προτομή που είχα μπροστά μου έγραφε: ΓΡΗΓΟΡΗΣ  ΤΡΟΜΠΑΚΑΣ –ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΔΗΜΟΥ ΝΑΟΥΣΗΣ-1961. Σκέφτομαι: Φέτος, έχουμε επέτειο! Πέρασαν  κιόλας 60 χρόνια από τότε! Σχεδόν είμαστε συνομήλικοι! Με πολύ σεβασμό  λοιπόν, κάθισα όρθιος μπροστά του σχεδόν σε στάση προσοχής, τον «καλημέρισα» ζεστά,   αποδίδοντάς του τον πρέποντα «φόρο τιμής» για όσα πρόσφερε στην πόλη μας.  Με κοιτούσε κι εκείνος απορημένος κατάματα, σαν κάτι  να ήθελε  να μου πει. Πρέπει να με …θυμήθηκε. Ήθελα να του μιλήσω. Να του πω τα δικά μου, για τη δύσκολη ώρα του επαγγελματικού αποχωρισμού,  για τον πανδαμάτορα  χρόνο, για  όλα που στη ζωή μας είναι μάταια και γιατί  όσα καλά  κι αν κάνεις, ο κόσμος πολύ γρήγορα τα ξεχνάει. Ασυναίσθητα λοιπόν, άρχισα –όπως το συνηθίζω κιόλας -να ψιλοσφυρίζω  ένα σχετικό τραγούδι που μού ‘ρθε αμέσως στο  μυαλό: «….Ένα άγαλμα που  μ’ είδε, με θυμήθηκε, και τον πόνο μου ν’ ακούσει, δεν αρνήθηκε….». Θα  ήθελα πολύ ακόμα,   να κάνω και μια βόλτα παρέα του και να συνεχίσουμε μαζί πλέον τον στίχο: «Με το άγαλμα στο δρόμο, προχωρήσαμε, μου εσκούπησε τα μάτια και χωρίσαμε……». Μάταια όμως  το  περίμενα να αρχίσει να βηματίζει κοντά μου. Και να που συνέβη κάτι παράξενο τότε! Αντί να  πω εγώ αυτά που ήθελα, με πρόλαβε εκείνο. Ξεκίνησε δειλά-δειλά να κουνάει τα χείλη και να …..ψελίζει! Επίτηδες μιλούσε χαμηλόφωνα γιατί ήθελε να πάω πιο κοντά του για να τον ακούω. Ξεκίνησε λοιπόν να  μου  αφηγείται  κάτι που φύλαγε από καιρό μέσα του. Μου φάνηκε και κάπως σαν παράπονο. Ήταν αρκετά στεναχωρημένο   γιατί τόσα χρόνια  το συναντούν πολλοί  εκεί, αλλά το προσπερνούν   σαν να μην υπάρχει. Σαν να μην πρόσφερε τίποτε! Άρχισε λοιπόν σιγά-σιγά να μου εξιστορεί  για μια  Δωρεά  που έκανε  στη γενέτειρά μας το μακρινό 1958. Τότε, πριν ακόμη   γεννηθώ εγώ, αυτό  ήταν «παρών» στο κάλεσμα της ιστορίας. Η αφήγησή του μοναδική. Ο λόγος του  μελίρρυτος, δοτικός, διδακτικός, ευαίσθητος και άκρως ανθρώπινος. Όπως δηλ. αξίζει σε κάθε …άγαλμα που κρύβει πάντα μέσα του μεγάλο βάθος και πολύ ιστορία. Μου έκανε εντύπωση μάλιστα  γιατί πολλές απ’  τις  λέξεις που μού ‘λεγε,  είχαν  ήδη πάρει  και  μια αμερικάνικη  προφορά. Ήταν όμως ένας λόγος μεστός,  λόγος που έβγαζε πλούτο  ψυχής και μια απέραντη  αγάπη για τον τόπο. Με παρακάλεσε όμως  να σας μεταφέρω  μια περίληψη  απ΄όσα μου είπε. Μάλιστα μου το είπε και ως εξής: «Αυτή, ας  είναι και η επιτομή μιας ….προτομής»!


             «Αγαπητέ  μου Αναστάση, παλιέ δήμαρχε της Νάουσας. Θα σου πω κάτι σημαντικό για την πόλη μας τη Νάουσα που πολλοί ίσως να μην το γνωρίζουν. Το φυλάγω τόσα χρόνια  μέσα μου  γιατί  απλά δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να μιλήσω. Ήταν λοιπόν το  1958, πριν γεννηθείς εσύ ακόμη. Ο  τότε ιδιοκτήτης πουλούσε  το γνωστό δάσος «Κανέλλη» έκτασης 47.250 στρεμμάτων. Ο Δήμος μας όπως θα ξέρεις, είχε ήδη  και άλλα τρία τμήματα δικά  του: α) Το Δάσος Προφήτη Ηλία  έκτασης 3.146,50 στρ. β) Το Δάσος Αγίου Νικολάου: 13.494,41 στρ. και γ) Το Δάσος Σκοτίνας: 7.882,3 στρ.  Δήμαρχος τότε, ήταν  ο θείος σου ο Αλέκος ο Χωνός, ένας πολύ καλός άνθρωπος που έκανε σπουδαία πράγματα για τη Νάουσα. Το δάσος αυτό να ξέρεις,   επί Τουρκοκρατίας  ήταν μέρος του «τσιφλικιού» του Τούρκου Ραϊσάρ Μωϋσή, υιού του Χασήπ Πασά.  Από αυτόν το αγόρασε το έτος 1882 ο Έλληνας Αντώνιος Θ. Κανέλλης  καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολη, από τον οποίο και πήρε το όνομά του.  Αργότερα, περιήλθε σαν  κληρονομιά στον γιό του Θεόδωρο Κανέλλη και μετά  τον θάνατό του,  η κυριότητα πέρασε στη σύζυγό του Βιολέτα, η οποία ήταν Αγγλίδα και κατόπιν έγινε σύζυγος του  Άγγλου L.S.Kingston. Το 1958 λοιπόν κι επειδή οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να το πουλήσουν, ανέλαβε μια  πρωτοβουλία ο  κυρ-Αλέκος  Χωνός και έφερε το  θέμα στο Δημοτικό  του Συμβούλιο  με σκοπό   να το αγοράσει ο  Δήμος μας. Ήταν πράγματι μια χρυσή ευκαιρία να το αποκτήσει η Νάουσα, η οποία ξέρεις κι εσύ ότι  είναι άρρηκτα δεμένη με  το  βουνό μας το Βέρμιο και όλοι οι Ναουσαίοι το αγαπάμε και το προσέχουμε για να το απολαμβάνουν  και οι επόμενες γενιές. Θα ήταν πολύ άδικο λοιπόν   να το πάρει κάποιος  ξένος,  γιατί αυτό ανήκει σε όλους εμάς.  Θυμάμαι και κάτι άλλο να σου πω: Στο δημοτικό συμβούλιο  ο δήμαρχος κ.  Χωνός  που εισηγήθηκε  το θέμα, είχε πει: «…προτείνω  στο Συμβούλιον όπως λάβει απόφασιν περί εξαγοράς του δασοκτήματος τούτου για να  μη μας διαφύγει η ευκαιρία αυτή, διότι  η αγοραπωλησία αυτή είναι λίαν επωφελής εις τον Δήμον και θα τον καταστήσει τούτον οικονομικώς αυτάρκην». Πάρθηκε λοιπόν η απόφαση  128/7-10-1958 και με την οποία εξουσιοδοτήθηκε ο Δήμαρχος για την αγορά. Μετά απ’ αυτά, πήγαν  στον   συμβολαιογράφο Νάουσας τον Νικόλαο Πεχλιβάνο  ο οποίος έγραψε ιδιοχείρως το  8.108/22-12-1958 συμβόλαιό του, με το οποίο  Δήμος μας  τελικά αγόραζε συνολική έκταση  46.250 στρ. Πολύ σημαντική αγορά. Αξίζει επίσης  να σου πω αγαπητέ μου Αναστάση   επειδή σε ενδιαφέρουν αυτά και ξέρω ότι αγαπάς κι εσύ το βουνό μας,  ότι  ως πωλητής του δάσους  τότε, εμφανίσθηκε ο Χρήστος Χρηστίδης του Αναστασίου, πληρεξούσιος και εντολοδόχος της Βιολέτας– Μαρίας-Ιωάννας  συζ. Λέσλι Σάμουελ Κίνγκστον,  θυγατρός Αλφρέδου Πόττερ, κάτοικος τότε Λονδίνου. Αυτή λοιπόν, ήταν εκ διαθήκης κληρονόμος του πρώην συζύγου της  Θεοδώρου Αντ. Κανέλλη – που είχε πεθάνει  το έτος 1922 στο Πόρτλαντ-Καρ Λονδίνου Αγγλίας και συγκεκριμένα κατείχε  ποσοστό 4/5 εξ αδιαιρέτου (το άλλο 1/5 όπως ξέρεις, ανήκε τότε ακόμα στο Ελληνικό Δημόσιο). Να σου πω επίσης και για το τίμημα που ζητούσε η πωλήτρια και ήταν  αρκετά μεγάλο 3.607.500 δρχ.  Όλο αυτό το δάσος δηλ. συμφωνήθηκε  στις  80 δρχ. περίπου το στρέμμα. Τα χρήματα αυτά όμως  δεν  τα είχε τότε ο Δήμος, όπως  ποτέ δεν έχουν λεφτά οι δήμοι,  και ο δήμαρχος   Χωνός απευθύνθηκε σε μένα που έμενα τότε στο  Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια  της  Αμερικής,  μαζί με τη σύζυγό μου Δήμητρα. Αφού μου εξήγησε  για την αναγκαιότητα  αγοράς του δάσους αυτού, την οποία θεώρησα κι εγώ πολύ σπουδαία, και  σαν γέννημα -θρέμμα της Νάουσας δεν μπορούσα να του αρνηθώ τη βοήθειά μου. Έστειλα λοιπόν 40.000  δολάρια ΗΠΑ που αντιστοιχούσαν γύρω στο 1.200.000 δραχμές. Το ένα δολάριο τότε, ήταν κοντά στις 30 δρχ.  Μπόρεσα επομένως να συμβάλλω  κι εγώ σ’ αυτό το τόσο σημαντικό  που γινόταν για την πόλη μου και αυτά που δώρισα ήταν περίπου το 1/3 από το όλο τίμημα αγοράς. Όπως μου είχε εξηγήσει τότε  ο δήμαρχος, άλλο ένα ποσό από 912.500 δρχ. που αντιστοιχούσε σε  10.800   λίρες Αγγλίας, πλήρωσε   απ’ ευθείας ο Δήμος Νάουσας στην πωλήτρια που έστειλε στο Λονδίνο και το υπόλοιπο  1.495.000 δρχ.  συμφωνήθηκε να τους το πληρώσει  άτοκα σε  οκτώ  δόσεις.  Αφού λοιπόν έγινε η αγορά του Δάσους αυτού, το 1961 αποφάσισε το  δημοτικό συμβούλιο  η πλατεία μπροστά στο Διοικητήριο (θυμάσαι που  παλιά  τη λέγαμε «Τα Καμένα»), να ονομαστεί  προς τιμή  μου  ως «Πλατεία Τρόμπακα». Το σεβάστηκα και το αποδέχθηκα με μεγάλη χαρά. Ήταν για μένα μια μεγάλη τιμή και  αναγνώριση της μικρής μου προσφοράς στην αγαπημένη μου  Νάουσα. Αυτή η πλατεία λοιπόν που στεκόμαστε τώρα, έχει τη δική της ιστορία. Αυτά αγαπητέ μου Αναστάση, ήθελα από ψυχής να τα πω σε κάποιον και επειδή σε βλέπω τώρα να στέκεσαι με σεβασμό μπροστά μου και  να με κοιτάς,  σου άνοιξα την ψυχή μου. Κι επειδή είμαι σε πολύ κεντρικό σημείο της πόλης και δεν μου ξεφεύγει τίποτε, παρακολουθώ  αλλά και διαβάζω όλα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας. Βλέπω ακόμη  ότι όπως και οι παλιότεροι Δήμαρχοι, κι εσύ αγωνιάς για την πόλη. Ξέρω επίσης ότι έχεις καλές σχέσεις και με τον εγγονό του αδελφού μου, τον  Ζαφείρη Τρόμπακα στη Θεσ/νίκη και  έτσι πρέπει  να συνεχίσετε για το καλό όλων   Έμαθα ακόμη  και το χάρηκα,  ότι το 2003 μπορέσατε και πήρατε δωρεάν από το Δημόσιο και το άλλο 1/5 που κατείχε στο δάσος Κανέλλη και ο Δήμος μας έγινε ο μεγαλύτερος δασοκτήτης στην Ελλάδα. Αυτά είναι πολύ ωραία πράγματα.  Παρακολουθώ επίσης και τώρα όλα όσα γίνονται στη Νάουσα  με το Χιονοδρομικό κέντρο, τον Άγιο Νικόλαο, τα έργα κλπ.  και θέλω να τη βλέπω να προοδεύει όπως παλιότερα, αλλά και να συνεχίσουν πάλι να γίνονται μεγάλες δωρεές στον  ευλογημένο τόπο μας. Να ξέρεις ακόμη  και αυτό:  Εγώ δεν είμαι ο μόνος που δώρισα στη Νάουσα. Πριν από μένα υπήρξαν και πολλοί άλλοι ευεργέτες Ναουσαίοι που έκαναν  πολύ μεγαλύτερες  δωρεές στη Νάουσα, όπως το Νοσοκομείο, τα Σχολεία κ.α.  Το ‘χουμε αυτό εμείς οι Ναουσαίοι. Ακόμη κι όταν είμαστε μακριά, συνεχίζουμε να αγαπάμε  τον τόπο μας και να  προσφέρουμε χωρίς να ζητάμε  ανταλλάγματα. Αυτό που θέλουμε μόνο, είναι  κάπου- κάπου όταν περνάτε από μπροστά μας,  να μας λέτε και  καμιά ανθρώπινη «καλημέρα». Έ, κι όταν πάτε και στην εκκλησιά, να όπως εδώ  ια  παραπάνω στη Μεταμόρφωση, ανάψτε  και κανένα  κεράκι στη μνήμη μας. Είναι πολύ βρε  Αναστάση μου ….;».


         Και κάπως έτσι  τελείωσε την αφήγησή του. Του έδωσα το λόγο μου  μάλιστα, ότι «….όσα μου είπες αγαπητέ μας  κύριε Γρηγόρη, θα τα γράψω για να τα ξαναθυμηθούν όλοι οι Ναουσαίοι, αλλά και ότι προσωπικά θα τηρήσω το θέλημά σου για τις «καλημέρες».  Μετά, ανταλλάξαμε  τις δέουσες ευχές για «Καλά Χριστούγεννα» και αργά- αργά άρχισα να απομακρύνομαι από κοντά του. Λίγα βήματα παραπέρα είπα μέσα μου: Ας ρίξω  και μια τελευταία ματιά πίσω. Τον είδα, είχε  βουρκώσει!  


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου