Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Βιταμίνη D και υγεία. Της Στέλλας Αραμπατζή*

ΒΙΤΑΜΙΝΗ D ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

  Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία θεωρείται ταυτόχρονα και ορμόνη.  Ασκεί τη δράση της σχεδόν σε όλα τα όργανα του σώματος και φαίνεται ότι επηρεάζει την έκφραση πολλών γονιδίων, τουλάχιστον 200, με πολλούς διαφορετικούς
μηχανισμούς.
Πρόσληψη
   Ο οργανισμός προσλαμβάνει τη βιταμίνη D κυρίως μέσω της σύνθεσης της στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας («βιταμίνη του ήλιου»). Μικρή ποσότητα προσλαμβάνεται και από τις τροφές.  Λίγες τροφές περιέχουν βιταμίνη D, όπως ορισμένα «λιπαρά» ψάρια (σολομός, σκουμπρί, τόνος, μπακαλιάρος, πέστροφα, σαρδέλες), το μουρουνέλαιο, τα αυγά (κρόκος), το βοδινό συκώτι, οι γαρίδες, το σέλερι και τα δημητριακά ολικής άλεσης.
Χαμηλά επίπεδα
    Η ανεπάρκεια βιταμίνης D διαγιγνώσκεται από την ανεύρεση χαμηλών επιπέδων αυτής στο αίμα. Δεν υπάρχει ακόμη ομοφωνία μεταξύ των διαφόρων επιστημονικών εταιρειών όσον αφορά στον καθορισμό των φυσιολογικών της επιπέδων στο αίμα. Εκτιμάται ότι επάρκεια βιταμίνης D υπάρχει όταν τα επίπεδα  25-υδροξυ βιταμίνης D3 >30ng/ml. Έλλειψη βιταμίνης D υπάρχει όταν τα επίπεδα της στο αίμα είναι <20ng 21-29ng="" 40-100="" d="" h="" ml.="" ml="" p="">    Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες, δε θα περίμενε κανείς να υπάρχει έλλειψη της βιταμίνης D, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας. Μελέτες όμως έχουν δείξει ότι τα επίπεδα βιταμίνης D τόσο στον ελληνικό πληθυσμό, όσο και σε άλλους μεσογειακούς λαούς, πολύ συχνά είναι χαμηλότερα από τα φυσιολογικά και η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συνηθέστερη από στις βορειότερες χώρες. Πρόσφατη μελέτη στον Ελληνικό πληθυσμό ανέδειξε πως το 57,7% έχει έλλειψη βιταμίνης D.
Αυξημένο κίνδυνο για έλλειψη βιταμίνης D διατρέχουν :
Άτομα με περιορισμένη έκθεση στο φως του ήλιου (π.χ. ηλικιωμένοι, ιδρυματοποιημένοι ή κλινήρεις ασθενείς, κάλυψη δέρματος , εσκεμμένη αποφυγή έκθεσης στον ήλιο λόγω αισθητικών ή προβλημάτων υγείας, υπάλληλοι γραφείου, νυχτοφύλακες)
Υπερβολική χρήση αντηλιακών
Ηλικιωμένοι με ιστορικό πτώσεων
Παχυσαρκία (δείκτης μάζας σώματος >30)
Άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα
Βρέφη που θηλάζουν
Οι έγκυες γυναίκες και αυτές που θηλάζουν
Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, με αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση
Άτομα με προβλήματα υγείας, όπως :
οστεοπόρωση, μεταβολική οστική νόσο (ραχίτιδα, οστεομαλακία),    μη τραυματικά κατάγματα
σύνδρομα δυσαπορρόφησης, π.χ. κοιλιοκάκη, νόσος Crohn, κυστική ίνωση, παγκρεατίτιδα, χειρουργικές επεμβάσεις παράκαμψης στομάχου ή εντέρου
ηπατικές και νεφρικές παθήσεις
ενδοκρινικές παθήσεις : υπερπαραθυρεοειδισμός
κοκκιωματώδεις νόσοι, π.χ. σαρκοείδωση, φυματίωση, ιστοπλάσμωση,
χρήση φαρμάκων : αντιεπιληπτικά, ψυχοτρόπα, κορτιζόνη, αντιφυματικά,
εργαστηριακές ενδείξεις διαταραχής του μεταβολισμού του ασβεστίου και φωσφόρου
Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική για την υγεία η βιταμίνη D; Ποια τα οφέλη της στον οργανισμό;
1. Δράσεις της βιταμίνης D στα οστά και στο μεταβολισμό του ασβεστίου
Έχει τεκμηριωθεί η σημαντική συμβολή της στη σωστή ανάπτυξη και την προαγωγή της υγείας του σκελετού μας. Η σοβαρή έλλειψή της οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα, ραχίτιδα στα παιδιά ( πάθηση που οδηγεί σε παραμόρφωση των οστών και καθυστέρηση της ανάπτυξης), οστεομαλακία και οστεοπόρωση – κατάγματα στους ενήλικες. Επίσης, τα άτομα με χαμηλή βιταμίνη D παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα πτώσεων.
2. Τα τελευταία όμως χρόνια πλήθος επιστημονικών μελετών υπογραμμίζουν το σημαντικό ρόλο της βιταμίνης D όχι μόνο στη σκελετική, αλλά και στη συνολική υγεία του οργανισμού, καθώς βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στη ρύθμιση του μεταβολισμού.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανεπάρκειά της μπορεί να σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για αρκετές παθήσεις, όπως διάφορες κακοήθειες (μαστού, μήτρας, ωοθήκης, κύστεως),  αυτοάνοσα νοσήματα (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα), φλεγμονώδεις (νόσος Crohn, φυματίωση) και νευρολογικές παθήσεις (νόσος Parkinson, σχιζοφρένια, κατάθλιψη, σκλήρυνση κατά πλάκας), καρδιαγγειακά νοσήματα (υπέρταση, αρτηριοσκλήρυνση, έμφραγμα), ενδοκρινικές διαταραχές (σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία). Ωστόσο, για τα παραπάνω υπάρχουν κυρίως επιδημιολογικά δεδομένα και χρειάζονται περαιτέρω μελέτες, για πλήρη τεκμηρίωση των παραπάνω στοιχείων.
Συνήθως όταν υπάρχει  έλλειψη βιταμίνης D δεν αναφέρονται  εμφανή και σαφή συμπτώματα. Τα συμπτώματα μπορεί να εκδηλωθούν μετά από πολλά έτη,  Τέτοια  μπορεί να είναι μυϊκή αδυναμία, χρόνια κόπωση, αλλαγές στη διάθεση, όπως άγχος και κατάθλιψη, χρόνιος πόνος, κράμπες, πόνος στις αρθρώσεις, αδυναμία συγκέντρωσης, κεφαλαλγίες.
Πώς μπορούμε όμως να προλάβουμε/αντιμετωπίσουμε την έλλειψη αυτής της σημαντικής για την υγεία βιταμίνης;
Φαίνεται πως μόνο η πρόσληψη με το φαγητό δεν είναι αρκετή, καθώς ελάχιστες φυσικές τροφές περιέχουν επαρκή ποσότητα βιταμίνης, ενώ και οι εμπλουτισμένες τροφές συνήθως δεν μπορούν από μόνες τους να καλύψουν πλήρως τις ημερήσιες ανάγκες. Έτσι, συνίστανται :

1. Έκθεση στον ήλιο, με αποτελεσματικότερη ώρα το μεσημέρι (μεγαλύτερη αναλογία UVB/UVA ακτινοβολία).
Ο χρόνος έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία που απαιτείται για τη σύνθεση των απαραίτητων ποσοτήτων βιταμίνης D εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, οι οποίοι αναφέρθηκαν παραπάνω.
Έκθεση του 18% του σώματος  (άνω- κάτω άκρα, πρόσωπο) στο ηλιακό φως,   για 10-15 από τις 10 πμ μέχρι τις 2 μμ, χωρίς αντηλιακό, τρεις  φορές την εβδομάδα θεωρείται  ικανό χρονικό διάστημα για να παράσχει στον οργανισμό την απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D. Βέβαια, υπάρχουν προβληματισμοί όσον αφορά στην έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και την πρόκληση καρκίνου του δέρματος. Η παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία πρέπει να αποφεύγεται, ιδίως στην παιδική ηλικία. Στις περιπτώσεις που οι ανάγκες του οργανισμού δεν καλύπτονται, χορηγείται βιταμίνη D από το στόμα.
    Οι κυριότερες μορφές βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2, φυτικής προέλευσης) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3, ζωϊκής πρόλευσης). Συνίσταται η χορήγηση χοληκαλσιφερόλης, καθόσον αποτελεσματικότερη.
Η συνιστώμενη δόση βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικία και το βαθμό ανεπάρκειάς της, όπως προκύπτει από τη μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα και καθορίζεται από τον θεράποντα γιατρό. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι είναι δυνατή η χορήγηση βιταμίνης D σε βρέφη, έγκυες και θηλάζουσες μητέρες, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις σπανίως καλύπτονται οι ανάγκες μόνο από τη διατροφική πρόσληψη και την έκθεση στον ήλιο.Η θεραπεία υποκατάστασης της βιταμίνης D θεωρείται πολύ ασφαλής και συνήθως δεν παρατηρούνται προβλήματα από τη χορήγησή της.
 Bioanalysis net
Στέλλα Ι.Αραμπατζή MD, MSc
Ιατρός Βιοπαθολόγος-Μικροβιολόγος
Υποψήφιος Διδάκτορας Α.Π.Θ
Μ.Δ.Σ «Βιολογική Ανθρωπολογία: Υγεία, Νόσος και Φυσική Επιλογή» Α.Π.Θ
Μ.Δ.Σ <<Νανοεπιστήμες & Νανοτεχνολογία>> Α.Π.Θ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ, ΛΩΖΑΝΗ
GHUV/Centre Hospitalier Universitaire Vaudois, Lausanne
Ιατρείο Νάουσας
Β Πάροδος Ζαφειράκη 5
233202080
Ιατρείο Αγγελοχωρίου
Λεωφ Ειρήνης (εναντι φαρμακείου Κωστίκα)
τηλεφωνο επικ 2332047538
s.arampatzi@yahoo.gr
κιν 694894801










                                                                                                                                                                                                                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου