Αγριεμένο το Βέρμιο το πρωινό της Κυριακής. Ανεβαίνοντας από το "Κουλούκι" φάνταξε με το λιγοστό του χιόνι. Πού άλλες φορές τέτοιες εποχές, που υπήρχε χειμώνας. Αρχές του 1.900. Μακεδονικός αγώνας. Τι μοναδικό το απόσπασμα από το βιβλίο της Θάλειας Σαμαρά «Στον Μακεδονικό Αγώνα» για τον Τέλλο Άγρα, τον Τέλλο Αγαπηνό, που μαζί με τον συμπατριώτη της, τον Αντώνη Μίγγα οδηγήθηκε στο μαρτύριο της αγχόνης, από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες του Ζλατάν. Ακούω φωνές σήμερα, που ζητούν, άκουσον, άκουσον, να μην ακούσουμε την φωνή της καρδιάς μας, μα της "λογικής" μας. Μα και τότε, όπως περιγράφει η αείμνηστη Ναουσαία συγγραφέας, που
αναπαύεται τον ύπνο τον αιώνα στους τάφους των ευεργετών της πόλης και καλά θα είναι να της ανάβουμε όλοι ένα κεράκι, όταν πάμε στον "Αγιαθανάση", ο Άγρας, ο Κώττας, ο Μίγγας, ο Μελάς, δεν άκουσαν την φωνή της "λογικής" τους, αλλιώς ακόμη σκλαβωμένοι θα μασταν. Μα το πύρωμα της καρδιάς του. Διαβάστε το υπέροχο αυτό απόσπασμα, με την προσμονή ότι η Θάλεια Σαμαρά, κάπου εδώ είναι, έτοιμη με το μπαστούνι της να διώξει όλους αυτούς τους "λογικούς", που προσκύνησαν στους τρανούς της γης.
Θόδωρος Ελευθεριάδης
"Ο ΄Αγρας έβγαλε τον μανδύα του αγωνιστή, τα τσαρούχια του, φόρεσε ένα μαύρο σαγιακιένο σακάκι και πανταλόνι, χοντρά στιβάλια με καρφιά κι ένα στρογγυλό καλπάκι στο κεφάλι. 'Έτσι θα μπορούσε να περάσει σαν οποιοσδήποτε χωριάτης, μα το πρόσωπο• το φίνο με τα μεγάλα φωτερά μάτια, την ευγένεια του και την αρχοντιά του στις κινήσεις, χυτά δεν μπορούσε να τ' αλλάξει. Κοίταξε το ρόλοι του, λες και προχωρούσε μ' ένα τόσο βραδύ ρυθμό, και το δειλινό πώς παρατεινόταν... Κάθισε στον καναπέ κι ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να ηρεμήσει, αλλά μπροστά στη σκέψη του αναπηδούσαν εικόνες, ομιλίες, έντονες συζητήσεις με την Επιτροπή του Αγώνα της Νιάουστας.
«Όχι, ΄Αγρα, μην πιστεύεις στην ειλικρίνεια των Βουλγάρων, του αρχηγού Ζλατάν, πώς θέλει τάχα να δώσετε τα χέρια, να πάψει ή πάλη, το αλληλοσκότωμα, κι ενωμένοι να χτυπήσετε τον Τούρκο».
«Μην κατεβείς στη συνάντηση πού σ' ορίζει, θα σου στήσουν παγίδα και θα σ' αφανίσουν».
Άλλη φωνή: «Μην τούς πιστεύεις, δεν είναι στη φύση τους να παίξουν ίσιο παιχνίδι, τούς ξέρουμε καλά εμείς».
«Μην πας, άμα θέλουν να’ρθουν εκείνοι. Εδώ στη Νιάουστα, στο σπίτι μου, λέει ο Γιατρός. Μα δε θα’ρθουν».
«Κάτω στο Βάλτο σε μια καθημερινή πάλη τους τσάκισες, τους γονάτισες, και τώρα θέλουν να εκδικηθούν και δήθεν πονούν τον κόσμο και θέλουν να ειρηνέψουν».
«Ψέματα λένε, ΄Αγρα, σε γελούν, φωνάζει ο Χατζηδημούλας. Μην πας».
Αμείλικτες οι φωνές, απανωτές, τα πρόσωπα ανήσυχα, βασα¬νισμένα τον κοιτάζουν.
«Φεύγω, Άγρα, για τη Θεσσαλονίκη, στο Προξενείο. Δώσε μου το λόγο σου πως δε θα βγεις από τη Νιάουστα. Σύμφωνοι; λέει ο Γιατρός.
Ο Άγρας μόνο χαμογέλασε και του’σφιξε το χέρι.
Και τώρα όλες αυτές οι εικόνες, οι φωνές σφυροκοπούν το κε¬φάλι του.
«Και όμως, πρέπει να πάω στη συνάντηση με το Ζλατάν. Κι αν είναι ειλικρινής; Ο κόσμος έχει αποκάμει, ζητάει λίγη ησυχία να φάει ξεροκόμματο, αν δεν του το αρπάξει κι αυτό ο Τούρκος».
«Βοήθεια, λυπηθείτε μας», φωνάζουν τα χωριά.
Ο Άγρας, ο Αρχηγός, είναι ένας άτρομος πολεμιστής, μα είναι και βαθιά άνθρωπος. Είναι ένας μεγάλος, αγνός ιδεολόγος, πιστεύει στη δύναμη της αγάπης και της ειρήνης. Θα κάνει την προσπάθεια να γαληνέψει η περιοχή του κι έπειτα σίγουρα θα επακολουθήσουν και οι άλλες.
Κι αν γελάστηκε; Είναι ξυπνός, το σκέφτεται κι αυτό. Ξέρει που θα το πληρώσει με τη ζωή του — την προσφέρει πρόθυμα για ένα τέτοιο μεγάλο σκοπό.
«Μην πας μόνος, Αρχηγέ, πάρε μερικούς κι από μας», θερμά τον παρακαλούσε ο Τυλιγάδης, το πρωτοπαλίκαρο.
«Όχι, παιδιά, η συμφωνία είναι μόνοι οι αρχηγοί να συναντη¬θούμε άοπλοι και να μιλήσουμε».
Η πειθαρχία τους κλείνει το στόμα, μα ο φόβος για τον αγαπημένο αρχηγό τρεμοσταλιάζει στις ψυχές τους. Ξέρουν πως ο ΄Αγρας είναι θεληματικό, αγύριστο κεφάλι.
Επιτέλους σκοτεινιάζει. Ο Αγρας πετιέται στο παραθύρι. Που και που κανένας διαβάτης... Οι καιροί είναι δύσκολοι, φόβιοι και ο κόσμος συμμαζεύεται νωρίς στα σπίτια του,
μα είναι τα καρακόλια, οι τούρκικες περιπολίες, κι έτσι πρέπει ή νύχτα να προχωρήσει για καλά κι υστέρα να φύγουν.
Χτυπούν στην πόρτα του. Είναι ο Αντώνης Μίγγας, ο οδηγός, παλικάρι Νιαουστιανός, που με την καρδιά του δουλεύει στο αντάρ¬τικο. Ο Άγρας που τον συμπαθεί πολύ, τον έχει πάντα πλάγι του.
— Α, καλώς τον Αντώνη.
— Καλησπέρα, Αρχηγέ, έξω είναι κι οι δυο άλλοι οδηγοί.
— Τότε πάμε.
Βάζει στην τσέπη το πιστόλι. — Έχεις και συ το δικό σου;
— Ναι.
— Γεια σας παιδιά. Όρθιοι οι οδηγοί καρτερούν.
— Ξεκινούμε, λέει ο Άγρας και βγαίνουν απ' το σπίτι του Τσισλιτσιάμπα, που ’ναι έξω από τα Μπατάνια.
Προχωρούν, ησυχία, ψυχή, φτάνουν στους καταρράχτες. Ο Άγρας έπειτα απ' την κλεισούρα ανασαίνει βαθιά-βαθιά, ανα-κουφιστικά. Είναι γλυκιά, χλιαρή η νύχτα αυτή του Ιούνη, ψηλά τ' αστέρια λάμπουν, φωτίζουν το δρόμο τους. Κάτω στα πόδια τους ο κάμπος των Γιαννιτσών σκοτεινός, απέραντος απλώνεται.
«Να, εκεί πέρα είναι ο Βάλτος... Είναι ο Βάλτος του, που τους τσάκισε τους κομιτατζήδες σε μια καθημερινή πάλη, και τώρα κατεβαίνει για συνεννόηση... Πρέπει. Η ζωή δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά όταν τη διαφεντεύει το μίσος».
Αφήνουν πίσω την πολιτεία, παίρνουν τον κατήφορο και προχωρούν...
Το πρωί ξύπνησαν μέσα στο δάσος. Ο Μίγγας έδωσε στον Άγρα να πιει λίγο τσίπουρο από μια μποτίλια, έτσι για να συνέλ¬θουν, έδωσε στους οδηγούς, ήπιε και κείνος. Έπειτα φάγανε ψωμί με κασκαβάλι και αυγά. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν, δρο¬σιά, πρασινάδα, αγριολούλουδα. Μέσα από τα δέντρα κομμάτια γαλάζιου, καθαρού ουρανού, ελαφρό αεράκι και το μουρμουρητό, το γνώριμο του δάσους.
Ο Άγρας τινάχτηκε, κινήθηκε, ξεμούδιασε. Πιο πέρα, το πο¬ταμάκι έτρεχε κάτω από μια διπλή σειρά ολοπράσινα πλατάνια που θρόιζαν. Πλύθηκαν. Το νερό, το χαρούμενο φωτεινό πρωινό τον γέ¬μισε με μια χαρωπή διάθεση.
«Έμορφη που είναι η ζωή»! και μέσα του δυνάμωνε η ελπίδα για την επιτυχία του σκοπού του.
Στο Γιαβράν Καμίνι δυτικά θα τους περίμεναν. Προχωρούσαν τώρα σιωπηλοί.
Φτάσανε. Κάτω από τα δέντρα τρεις άνδρες καρτερούσαν. Πλησίασαν τον ΄Αγρα. ΄Ημερα, με γλυκόλογα τον χαιρέτησαν.
— Καλώς ήλθαν. Ο Ζλατάν καρτεράει τον γενναίο αρχηγό Άγρα.
— Πάμε, είπε ό Άγρας.
— Α, πρώτα αφήστε τα όπλα σας. Χωρίς συνοδεία και άοπλοι, έτσι ήταν η συμφωνία. Οι δυο αρχηγοί θα κουβεντιάστε. Περάστε μέσα στην καλύβα, σου έχουμε ετοιμάσει και τραπέζι.
Άφησαν τα πιστόλια τους στη ρίζα ενός δέντρου. Οι δύο οδη¬γοί κοντοστάθηκαν, μόνον ο Μίγγας θεληματικά είπε :
— Εγώ θα’ρθω μαζί σου, Αρχηγέ, και τον ακλούθησε στην καλύβα.
Τα ύπουλα πρόσωπα των κομιτατζήδων και τα υποκριτικά τους γλυκόλογα έκαμαν το Μίγγα να ταραχτεί. Τα κακά προμαντέματα, που’σφιγγαν την καρδιά του σ' όλη τη διαδρομή, φοβάται πώς θα βγουν αληθινά.
Σαν μπήκαν τους είδε ο Ζλατάν. Σηκώθηκε. Στο σκληρό του πρόσωπο ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε, έδωσε στον Άγρα το χέρι του.
Μπράβο, ήρθες, αρχηγέ ΄Αγρα. Κόπιασε, κάτσε, σου έχουμε ετοιμάσει και τραπέζι. Ήρθε η ώρα να τα κουβεντιάσουμε για καλά εμείς οι δύο.
Κάθισαν. Πλάγι τους στεκόταν ένας άντρας με φοβερή όψη, ήταν ο Ρουμάνος σπιούνος, ο Βασιλείου. Ο Μίγγας τον γνώρισε, ήταν φίδι σωστό. Πάνω στο τραπέζι είχαν κρέατα ψητά, τυριά, ψωμιά, κρασιά.
— Βασιλείου, βάλε κρασί να πιούμε στην υγειά του μεγάλου Αρχηγού, του ξακουστού.
— Πήρε την τσότρα ό Βασιλείου μ' ένα σιχαμερό χαμόγελο και την ίδια στιγμή, σαν τα μαύρα κοράκια, όρμησαν στην καλύβα οι κομιτατζήδες. Με άγριες κραυγές πέσανε πάνω στον Αγρα, στο Μίγγα. Χτυπούσαν, χτυπούσαν, οι γροθιές έπεφταν βροχή, κλω¬τσιές, βρισιές. Όρθιοι ο ΄Αγρας και ο Μίγγας αμύνονται, χτυπούν. Μα ποιον να πρωτοχτυπήσουν; είναι τόσοι πολλοί...
— Μπαμπέση, προδότη, φωνάζει ο ΄Αγρας στον Ζλατάν, άναντρε.
Εκείνος, καθισμένος παραπέρα χαίρεται τη σκηνή. Γελάει,
ξεκαρδίζεται. Και το σατανικό πρόσωπο του Βασιλείου σχίζει ένα φριχτό γέλιο.
Ο Μίγγας ορμάει κατ' απάνω του. Η αγανάκτηση, η αηδία, το μίσος γιγαντώνουν τους δύο Έλληνες. Χτυπούν, χτυπούν, χτυπούν.
— Δέστε τους, φωνάζει ο Ζλατάν, χτυπάτε, μα μην τους σκοτώστε. Θέλω ζωντανό τον Αγρα, να τον σύρω στα χωριά, να τον διαπομπέψω. Να φωνάξω σ' όλους πως εγώ είμαι ο νικητής, να τρο¬μάξουν τα χωριά που περηφανεύονται για τον ΄Αγρα, να συμμα¬ζευτούν, να λουφάξουν.
— Άναντρε, ψεύτη, προδότη. Θέλει να ορμήσει στο Ζλατάν, μα οι κομιτατζήδες βαστούν γερά τον ΄Αγρα. Φέρνουν σκοινιά να τους δέσουν.
— ΄Ακουσε, παλιοπροδότη Ζλατάν. Εμένα μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις, μια κι έπεσα στην παγίδα που μου έστησες με δόλο, μα τον οδηγό μου το Μίγγα πρέπει να τον αφήσεις ελεύθερο να φύγει. Η συμφωνία ήταν εμείς οι δύο να συναντηθούμε.
Μια στιγμή δίστασε ο Ζλατάν και ύστερα:
— Αι, φύγε, παλιό - Γραικέ. Εγώ τον ΄Αγρα θέλω και να πας να πεις σ' αυτούς τους λυσσασμένους τους Νιαουστιανούς που μας πολεμούν, πως δεν βρέθηκε ακόμα άνθρωπος που θα νικήσει το Ζλατάν. Ο ΄Αγρας είναι στα χέρια μου. Άιντε, ουστ από δω, παλιοζαγάρι.
Ματωμένος ο Μίγγας σηκώνει το κεφάλι.
— Όχι, δεν φεύγω.
— Αντώνη, φύγε σε παρακαλώ, φύγε να σωθείς, του λέει ο Άγρας.
Με κόπο αρθρώνει τις λέξεις. Του ’χουν σχίσει τα χείλια. Το αίμα τρέχει από παντού.
— Δε φεύγω, Αρχηγέ, απαντάει ο Αντώνης Μίγγας. Θα μείνω μαζί σου και ή θα σωθούμε κι οι δυο ή μαζί θα πεθάνουμε. Εσύ ήρθες εδώ κι αγωνίζεσαι για μας και εγώ να σ' αφήσω; Αυτό δεν γίνεται ποτέ.
— Τότε, κάτσε και συ και τράβα, λέει ο Ζλατάν, κι από μέσα του ένιωθε σα φθόνο για την περηφάνεια και την αφοσίωση του παλικαριού.
Σφιχτά τους δέσανε με σκοινιά σ' ένα στύλο.
— Μπράβο σας, παιδιά, λέει ο Ζλατάν, και τώρα ελάτε, καθίστε να φάμε. Ο ΄Αγρας, ο χαζός, πίστεψε πως του ετοίμασαν και τραπέζι.
Σαν τα όρνια πέσανε στο φαγί ξεσκίζοντας τα ψητά και ύστερα, όλοι με τη σειρά τους, ήπιανε κρασί απ' την τσότρα στην υγειά του ΄Αγρα χαχανίζοντας.
— Ξεκουραστείτε λίγο, παιδιά, είπε ο Ζλατάν, κι ύστερα να ξε¬κινήσουμε. Έχουμε χαρούμενη βόλτα να κάνουμε στα χωριά.
Οι άλλοι δυο οδηγοί πιο πέρα, έξω που στέκονταν, έβλεπαν, άκουγαν τις φωνές, τις κραυγές, τα γέλια των κομιτατζήδων. Πέ¬τρωσαν. Βγήκε ο Βασιλείου και ρουθουνίζοντας τους είπε :
— Σεις τομάρια, άιντε, τραβάτε ψηλά στη Νιάουστα να τούς πείτε τα χαρούμενα μαντάτα, να χαρούν, το βράδυ να ανάψουν και ντοναλμά—φωταψία. Εμείς τον ΄Αγρα και το Μίγγα θα τους πάμε σεργιάνι στα χωριά, και τους έφτυσε. Δρόμο τώρα.
Σε λίγο η πομπή ξεκίνησε. Μπροστά οι κομιτατζήδες και πίσω, δεμένους σέρναν τον Μίγγα και τον ΄Αγρα μ' ένα σκοινί. Τους πή¬ραν τα στιβάλια τους, ξυπόλυτοι περπατούσαν πάνω στ' αγκάθια, στις πέτρες. Τα πόδια ξεσχίζονταν, το αίμα έτρεχε, μα περήφανα τα δυο παλικάρια βαστούσαν ψηλά το κεφάλι, τούς φτύνανε τη μπαμπεσιά τους και τότε γερές κοντακιές πέφτανε σα βροχή. Την πομπή έκλεινε ο Ζλατάν με το Βασιλείου κι αναγάλλιαζαν, ευφραίνονταν με το θέαμα.
Ήταν μούχρωμα σαν φτάσαν στο πρώτο χωριό. Σταματήσανε. Ο κόσμος γρήγορα τους περικύκλωσε με περιέργεια και περήφανος ο Ζλατάν έδειχνε το τρόπαιο του. Τον νίκησε τον ξα¬κουστό τον ΄Αγρα. Αυτά παθαίνει οποίος τα βάζει με τούς κομιτατζήδες. Κι ύστερα, στρωθήκανε στο φαγοπότι. Νηστικούς τους δύο μάρτυρες τους σπρώξανε σ' ένα υγρό κελί, κλειδομαντάλωσαν κι απ' έξω φρουροί.
Χαράματα ξεκίνησαν. Η ίδια μαρτυρική διαδρομή. Όσο προ¬χωρούσαν οι ώρες και πύρωνε ο ήλιος οι δύο άνδρες διψούσαν, το στόμα τους είχε κοκαλώσει. Ο πόνος, οι πληγές τους αφάνιζαν κι είχαν χάσει τόσο αίμα... Μια δίψα φοβερή, μαρτυρική, μα δεν ήθελαν να ζητήσουν νερό. Προχωρούσαν.
Το μεσημέρι σταματήσανε σ' ένα κεφαλοχώρι. Κάτω από έναν πλάτανο, στη σκιά ξάπλωσε ο Ζλατάν με τη συμμορία του. Τον ΄Αγρα και το Μίγγα τους δέσανε σ' ένα παλούκι και τους άφησαν να ψήνονται στον ήλιο. Τα ρούχα τους κουρέλια κρέμονταν. Τις πληγές τους οι χοντρόμυγες οι πράσινες τσιμπούσαν, ρουφούσαν αίμα, τα χέρια δεμένα δεν μπορούσαν να τις διώξουν. Ο Ζλατάν όλο κέφι, απολάμβανε τη σκηνή. Φώναξε κοντά του τον πάρεδρο του χωριού, ζήτησε τρόφιμα, φαγητά κι έπειτα τον διάταξε να βάλει τον τελάλη να τελαλήσει να’ρθουν αμέσως όλοι, γέροι, άντρες, γυναίκες και παιδιά να χαρούν το θέαμα. ΄Οποιος δεν έρθει θα το πληρώσει ακριβά...
Με βαριά καρδιά έφυγε ό πάρεδρος. Το χωριό ήταν καθαρά ελληνικό. Τι συμφορά ήταν αυτή; Μα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς; Ο ΄Αγρας, το νταγιάτι τους, το καμάρι τους, ο αετός τους στα χέρια του Ζλατάν;... Με σερνάμενα βήματα και πίκρα στην ψυχή κατέβηκαν στο μεσοχώρι.
Οι κομιτατζήδες τέλευαν το φαγοπότι και στον ήλιο στητοί, αμίλητοι, στέκονταν δεμένοι οι δυο αγωνιστές.
Βουβά, πετρωμένα τα πρόσωπα, μόνον οι ματιές των χωριανών μιλούσαν στους δυο για την κατάπληξη, τον πόνο, την οδύνη που’νιωθαν.
— Να λοιπόν, χωριανοί, αυτός είναι ο γενναίος σας ΄Αγρας κι ο σύντροφος του, ένας παλιονιαουστιανός. Πρέπει να το χωνέψετε καλά πως νικητής είναι ο Ζλατάν. Γρήγορα θα’ρθει η μέρα που η μεγάλη Βουλγαρία θ' απλωθεί σ' όλη τη Μακεδονία. Δεν μπορούν οι παλιοαντάρτες να τα βάλουν μαζί μας. Τα δικά μας τουφέκια χτυπούν μάι γερά.
Μαρμαρωμένος ό βουβός χορός άκουγε, όταν ή φωνή του ΄Αγρα σηκώθηκε δυνατή, άγρια.
— Ψεύτη, προδότη, άναντρε, δε με νίκησες στη μάχη. Με ζήτη¬σες να συναντηθούμε άοπλοι γιατί πονούσες, λέει, τους ανθρώπους και να δώσουμε χέρια για να χτυπούμε τον Τούρκο. Και σε πίστεψα και ήρθα και πέσαμε στην παγίδα που μπαμπέσικα μας έστησες.
—Άναντρε, φονιά, προδότη, φωνάζει κι ο Μίγγας.
— Δώστε τους μια, να βάλουν γνώση.
Κι οι κοντακιές πέφτανε στους δεμένους, το αίμα έτρεχε και οι χωριανοί δαγκώνονταν να μην ξεσπάσουν. Ήταν άοπλοι και σκέ¬φτονταν τους γέρους, τα μικρά.
Πάνω στη στιγμή, φάνηκε ένας αρκουδιάρης, μαύρος τσεγγενόγυφτος, χτυπούσε το ντέφι του, τραγουδούσε βουλγάρικα :
— Ίγκρε, ιγκρε μέτσκου — χόρευε, χόρευε αρκούδα.
Και η αρκούδα με τα δύο της πόδια ψηλά, όρθια χόρευε και με το μεγάλο, μακρύ κοντάρι του ο αρκουδιάρης την τσιγκλούσε. Τα μικρά χάζευαν.
¬¬ -Α, μπράβο, έλα εδώ, στην ώρα μας ήρθες, του φωνάξει Ζλατάν.
Εκείνος πλησίασε, του’κανε τεμενά: —Τι τέλεις αφεντικό;
— Να, θα παίξεις τον νταϊρέ σου, θα τραγουδήσεις ένα καλό μιρακλίδικο τραγούδι για να χορέψει αρκούδα ο αρχηγός ο ΄Αγρας.
Γέλασε χαρούμενος ο αρκουδιάρης κι άρχισε να τραγουδάει χτυ¬πώντας τον νταϊρέ του με τα χέρια, με το γόνατο, το κεφάλι, κι οι χάλκινοι δίσκοι αχολογούσαν.
— Φέρτε τον ΄Αγρα.
Πρόθυμος ο Βασιλείου τον έλυσε απ' το παλούκι και τον έφερε.
— Και τώρα χόρεψε σαν την αρκούδα, ΄Αγρα, πρόσταξε ο Ζλατάν.
Ακίνητος, βλοσυρά τον κοίταξε ο ΄Αγρας.
— Χόρεψε, σκλήρισε ο Βούλγαρος.
— Μ' αφεντικό, κέργια ντεμένα ντε μπορεί κορέψει σ' άρκούντα, λέει ο αρκουδιάρης.
— Λύσε του τα χέρια, Βασιλείου.
Ο Βασιλείου κι ο αρκουδιάρης σκυμμένοι του λύνουν τα χέρια. Σαν αστραπή αρπάζει ο ΄Αγρας το χοντρό κοντάρι του αρκουδιάρη, καταφέρνει μια, δυο στο Βασιλείου κι υστέρα πέφτει στο Ζλατάν και να, και να, ληστή, προδότη...φωνές, αναμουργιαχτό, κακό. Οι κομιτατζήδες αρπάζουν τον ΄Αγρα και με μανία, με λύσσα τον χτυπούν, τον χτυπούν.
— Μην τον σκοτώστε, τον θέλω ζωντανό. Πρώτα γερά θα τον παιδέψω κι ύστερα θα πεθάνει.
Οι χωριανοί καταπίνουν τα δάκρυά τους. Ο ΄Αγρας ζαλισμένος, πεταμένος, κείτεται στο χώμα κοντά στο Μίγγα, που σφιχτοδεμέ¬νος φωνάζει, βρίζει.
Ο Ζλατάν διώχνει τον κόσμο.
Οι κομιτατζήδες του δίνουν κρασί να συνέρθει, πίνουν και όλο πίνουν. Το φαγητό, το κρασί, η ζέστη τους έχει μπαϊλντίσει και το ρίχνουν στον ύπνο.
Όλοι κοιμούνται. ΄Ενα δεκάχρονο κοριτσάκι, η Σμαραγδή, έμορφο, σα ζωγραφιά κρέχτο, κρετεταρένιο, πατάει στις μύτες των ποδιών του, έρχεται, πλησιάζει τούς δύο μάρτυρες. Βαστάει ένα , γκιούμι νερό και μια ζουβάνα, γονατίζει στον ΄Αγρα που σιγά- σιγά συνέρχεται, του βρέχει το κεφάλι. Ανοίγει τα μάτια του, το κοριτσάκι του χαμογελάει και με την κανάτα του δίνει να πιει νερό.
Πιε, ΄Αγρα, πιε.
Του αφήνει την κανάτα και γυρίζει στον Αντώνη, του δίνει νερό με το γκιούμι, πίνουν - πίνουν. 'Απ' τη βαθιά τσέπη του φουστανιού της βγάζει φρέσκο, σπιτίσιο ψωμί και τυρί, το κόβει κομματάκια και τους το δίνει στο στόμα. Τα χέρια τους πρησμένα δεν μπορούν να το κρατήσουν. Καταπίνουν, τρώνε, τους χαμογελάει μέσα απ' τα δάκρυά της, τους ταΐζει το μικρό παιδάκι.
—Τι φτιάνεις εκεί, παλιοθήλυκο; φωνάζει ο Βασιλείου, που πρώτος ξυπνάει απ' τη μεσημεριανή νάρκη.
— Α, έτσι, νερό τους δίνεις; να, για να καταλάβεις. Και με μια βίτσα χλωρή δίνει μια δυνατή βιτσιά στα γυμνά της ποδαράκια και τη χτυπάει με χαρά, με κέφι. Η αλεπουδίσια φάτσα του δείχνει τέτοια ικανοποίηση σα βλέπει το αίμα να τρέχει.
Το κοριτσάκι πονάει, τσούζει φριχτά, μα δαγκώνει, ματώνει τα χειλάκια του. Δε θα φωνάξει, θα βαστάξει, όπως και οι δύο λαβω¬μένοι άντρες πλάγι της.
— Α, και ψωμί και τυρί βλέπω, τ' άρπαξε και τα πέταξε μα¬κριά. Νταγιάντις και νταπούκνις— να φάτε και να σκάστε, φο¬βερίζει τα θύματά του.
— Γκρεμοτσακίσου απ' εδώ, πριν τους πω να πιάσουν τον πατέ¬ρα σου και να βάλουν φωτιά στο σπίτι σου.
— Πατέρα δεν έχω, κάψτε μας, μα είναι ντροπή σας. Εσείς δεν είστε Χριστιανοί και το Χριστό, σαν τον τυραννούσαν οι Οβριοί, όταν γύρεψε νερό του’δωσαν ξύδι να τον δροσίσουν. Κι ύστερα, θέλετε να πιστέψουμε σε σας σα μας λέτε, όλοι Χριστιανοί είμαστε, ελάτε μαζί μας.
Άφοβα τον κοίταξε η Σμαραγδή. Έσκυψε να πάρει το γκιούμι της, ανασηκώθηκε και σιωπηλά, βαθιά κοίταξε μέσα στα μάτια τον Άγρα, το Μίγγα λυπημένη.
— Η Παναγιά να σας έχει στο χέρι της, είπε και βουρκωμένη έφυγε. Τα δάκρυα στάλαζαν.
Αποσβολωμένος την κοίταζε ο Βασιλείου να φεύγει. Τον ξά¬φνιασε τόσο με το θάρρος της, ένα τόσο δα πραγματάκι, που δεν σκέφτηκε να της κάμει κακό βαρύτερο.
Άλλη μέρα ξημέρωσε. Βιαστικά σέρνουν τώρα τα θύματά τους οι κομιτατζήδες. Ο Μίγγας, που καταλαβαίνει βουλγάρικα, ακούει.
Τούρκικος στρατός σκόρπισε στον κάμπο και τους κυνηγάει, γι’ αυτό κρύβονται μέσα στο δάσος και τη νύχτα μόνο προχωρούν.
«Τώρα οι δικοί μας, σκέφτεται ο Άγρας, δεν μπορούν να’ρθουν να μας σώσουν. Θα πέσουν πάνω στους Τούρκους. Εμείς είμαστε χαμένοι, ας μη χαθούν κι άλλα παιδιά».
— Εγώ να πληρώσω, λέει του Μίγγα, εσύ Αντώνη τί χρω¬στούσες ;
— Αρχηγέ, μην το ξαναπείς αυτό. Εγώ ήμουνα πάντα πλάγι σου και θα σ' άφηνα τώρα; του χαμογελάει.
Είναι ξαπλωμένοι στο δάσος. Η πείνα και η δίψα τους συν¬τροφεύει πάντα, βαστούν περήφανα, μα οι λογισμοί βαραίνουν την καρδιά.
Είχε κάνει τόσα όνειρα για το Μακεδονικό Αγώνα ο Άγρας. Τον είχε συνεπάρει, τον είχε ηλεκτρίσει η θυσία του Παύλου Μελά, του πρωτοπόρου, και τόσων άλλων αξιωματικών συναδέλφων, που με βαθειά συγκίνηση πάτησε στη Μακεδονική γη. Κάτω στο Βάλτο πολέμησε με όλη του τη δύναμη ,το’ όνομά του σα θρύλος πλανιόταν κι τώρα ..... όλα τέλεψαν. Εκεί πάνω στη Νιάουστα ,τί ώρες να περνούν; Και ύστερα ,η σκέψη του πετά μακριά στους δικούς του ,στους Γαργαλιάνους. Βλέπει την πίκρα που θα νιώσουν, ακούει το θρήνο τους. Και πλάγι του ο Αντώνης Μίγγας σκέφτεται τη δόλια μάνα του, που μοναχογιό τον είχε, την ήρεμη καλοσυνάτη Ευγένκω, τη γυναίκα του και, από όλους παραπάνω, κρυφά σταλάζουν τα δάκρυα του για το γλυκό, μικρό του κοριτσάκι, την Ελένη, που ατράνευτο το αφήνει ορφανό. Πόσο σφιχτά τους φί¬λησε σαν έφυγε.
— Μην πας αυτή τη φορά, Αντώνη, του’πε η Ευγένκω, είναι κι άλλοι οδηγοί.
— Αδύνατο, λέει σκεφτικά και πιο σιγανά, μόνο για τον εαυτό του, ίσια τώρα πρέπει να’μαι κοντά του.
Με μια ματιά τούς χαμογέλασε, τρεχάτος κατέβηκε τη σκάλα, βγήκε στο δρόμο σα να τον κυνηγούσαν κι έπειτα, με την ξανάστροφη του χεριού του, σκούπισε σιγανά τα μάτια του. Και τώρα γρήγορα. Ο Αρχηγός περιμένει.
Ποτέ δεν πίστεψε στην ειλικρίνεια του Ζλατάν, ούτε και τώρα βαρογνωμάει. Ξέρει, δε θα ξαναδεί τη Νιάουστα.
«Το χρέος μου κάνω, σκέφτεται, δεν εγκαταλείπω τον Αρχηγό μου. Ο αγώνας, η πατρίδα πάνω απ' όλα».
Νυχτώνει, η τραγική πορεία συνεχίζεται ώσπου φτάνουν στο Βλάντοβο. Κατάκοποι, νηστικοί, πληγωμένοι, κουρελιασμένοι, μα πάντα με το κεφάλι ψηλά, με περηφάνια, με καταφρόνια αντικρίζουν τους φονιάδες.
Τους αφήνουν να ξαπλώσουν σ' έναν μπαχτσέ. Οι δήμιοι μαζε¬μένοι κουβεντιάζουν σιγανά. Ο Μίγγας δεν μπορεί ν' αρπάξει ούτε λέξη. Έπειτα απ' ώρα ο Βασιλείου τους φέρνει σε δύο ξύλινες γαβάθες ζεστό φαγί και ψωμί.
— Φάτε, τους λέει, νταρλίκι να σας βαρέσει.
Παίρνει την τσανάκα ο Άγρας και του την πετάει κατάμουτρα, το ίδιο κάνει κι ο Μίγγας.
Ο Βασιλείου μούγκρισε, μα φοβήθηκε να τους πλησιάσει πιο πολύ. Αυτοί οι δύο Γραικοί ήταν επικίνδυνοι, έστω και δεμένοι. Ένα φριχτό χαμόγελο ξέσκισε το ύπουλο πρόσωπο του, που μεταβλήθηκε σε λίγο σε χαρούμενο καγχασμό και έσκουζε άγρια μέσα στη νύχτα. Μια ύαινα γελούσε. Ο Άγρας κατάλαβε.
— Αντώνη, μας δώσανε και φαγητό. Σίγουρα αυτός είναι ο τελευταίος μας σταθμός. —
— Ναι, το κατάλαβα.
Όλη τη νύχτα το βουητό, ο αχός απ' τούς καταρράχτες του Βλάντοβου τους βαστούσε συντροφιά. Την αυγή πού μόλις γλυκοχάραζε τους σήκωσαν με τις κλωτσιές. Ο Ζλατάν έλαμπε. Πιο κάτω στο γερό κλαδί μιας τεράστιας καρυδιάς κρέμονταν δύο θηλιές.
Όταν σε λίγο ο ήλιος βγήκε, αντίκρισε κρεμασμένους στο ίδιο κλαρί τον ΄Αγρα και τον Μίγγα.
—Πάμε γρήγορα, είπε ο Ζλατάν, τώρα τα’όρνια θα κάνουν τη δουλειά τους".
Απόσπασμα από το βιβλίο της Θάλειας Σαμαρά
«Στον Μακεδονικό Αγώνα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου