Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Γυναίκες της Νάουσας: Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Στυλιανὸς Μακρῆς, Δρ. Θ.


Γυναῖκες τῆς Νάουσας· ἡρωΐδες ἁγίες· ταπεινὰ σώματα μὲ ψυχὲς οὐράνιες· ἀνδρεῖες καὶ γενναῖες, δίχως φόβο θανάτου, δίχως φόβο ἀνθρώπων, μὲ ἀληθινὸ φόβο Θεοῦ· ἀποφασισμένες νὰ φτάσουν ἐκεῖ ποὺ ἀκόμη καὶ ἄνδρες δειλιοῦν· ὑπέροχες ἀρχόντισσες, ὑπερβατικὲς τοῦ ματαίου κόσμου, τῆς φθαρτῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς μετρημένης ὡραιότητος.
        Γυναῖκες τῆς Νάουσας· ζύγισαν τὴ ζωὴ καὶ τὴν βρῆκαν λιποβαρῆ· τὰ σταθμὰ τῆς εὐσέβειας ἀνέβασαν ψηλὰ τὴν ἄλλη μεριά, τοῦ θανάτου· γιατὶ μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο ἀνέβηκαν κι ἐκεῖνες
ψηλά· βαρειὰ κληρονομιὰ παρέλαβαν, βαρειὰ καὶ τὴν παρέδωσαν. Ἔκλινε τὸ ζύγι πρὸς τὴν ζωή, τὴν ὄντως ζωή...
        Γυναῖκες τῆς Νάουσας· ἀλύγιστες λυγερόκορμες· στὰ δεσμὰ ἐλεύθερες· στὴν πεῖνα ἀξιοπρεπεῖς· στοὺς σάκκους ἀνεξίκακες· στοὺς ἐξευτελισμοὺς λεβέντισσες· στὸ γκρεμὸ ὑψιπετεῖς ὑψιπέτιδες!
        Γυναῖκες τῆς Νάουσας· ἁγίες τοῦ Χριστοῦ μάρτυρες, ποὺ σὰν θυμιάμα εὐωδίασαν τὸν ἀέρα τῆς πόλης, ὅταν ἐκείνη πυρώθηκε καὶ ἄναψε σὰν καρβουνόσκονη στὸ θυμιατήρι τοῦ θυμοῦτοῦ τούρκου στρατάρχη. Ἀλλὰ οἱ ψυχὲς δὲν κάηκαν. Ξέφυγαν τὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, τὸ ἐξώτερο, γιατὶ ἡ ἐσώτερη φωτιὰ τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὸν Θεάνθρωπο ἦταν μεγαλύτερη.
        Ἡ Νάουσα εἶναι πόλη ἡρωϊκή. Καὶ νεκροὺς ἥρωες ἔχει, ἀλλ’ ἔχει καὶ ἥρωες ζωντανούς. Κυλᾶ στὸ αἷμα της ὁ ἡρωϊσμός, διότι κρατᾶ γερὰ τὴν παράδοση τῆς ἑλληνορθόδοξης πίστεως. Χωρὶς κανεὶς νὰ ὑποτιμᾷ τὶς ὑπόλοιπες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδος, δὲν θὰ ἦταν ἄστοχο νὰ ἀποδοθῇ στὴ Νάουσα ὁ χαρακτήρας τῆς πιό εὐσεβοῦς πόλεως. Μικρὴ σὲ πληθυσμό, μεγάλη σὲ πίστη πρὸς τὸν Χριστό. Οἱ ἐκκλησιὲς περπατοῦν στὰ σοκάκια της...σάρκινες καὶ πνευματοφόρες..., μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς φυλῆς καὶ τοῦ τόπου φορεμένα κατάσαρκα, μὲ τὸν σταυρὸ νὰ σχηματίζεται στὰ περήφανα πρόσωπα, ὅπως τότε...
        Ναί! Ἦταν ἐκκλησιὲς ὁλοζώντανες οἱ μάρτυρες τοῦ ὁλοκαυτώματος, ναοὶ Πνεύματος Ἁγίου, ἐξωραϊσμένοι μὲ τὴν πατροπαράδοτη νηστεία, ἁγιογραφημένοι μὲ τὸ πινέλο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, ἐγκαινιασμένοι μὲ τὰ μαρτυρικὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας. Καὶ πάνω στὴν ἁγία τους καρδιακὴ τράπεζα Χριστὸς ὁλοζώντανος...φῶς καθάριο, ἄκτιστο, θεωτικό!
        Δὲν θὰ μποροῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ γυναῖκες τῆς Νάουσας νὰ γίνουν ἡρωΐδες, ἂν δὲν ἦταν ἁγίες, οὔτε ἁγίες, ἂν δὲν ἦταν ἡρωΐδες! Αὐτὰ τὰ δυὸ πηγαίνουν μαζί· γιατὶ καὶ ἡρωΐδες καὶ ἁγίες φάνηκαν. Θάνατο δὲν φοβήθηκαν. Πίστη δὲν ἀπαρνήθηκαν. Πατρίδα δὲν πρόδωσαν. Ὡραῖες ὡς ἑλληνίδες, ὡραῖες καὶ ὡς χριστιανές. Τί κι ἂν τὶς φοβέρισαν, τί κι ἂν τὶς ὑποσχέθηκαν! Κανένα ὄφελος γιὰ τὸν δόλιο ἐξωμότη παπαδογιό, τὸν ἀδελφὸ τοῦ καλόγερου, ποὺ λησμόνησε τὴν ἀναίμακτη σφαγὴ στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πατέρας του καὶ αἱματοκύλησε μὲ ἀνελέητη σφαγὴ τῆς Νάουσας τὶς ζωντανὲς ἐκκλησιές, ποὺ λησμόνησε τὶς ἐδαφιαῖες γονυκλισίες τοῦ ἀδελφοῦ του, τοῦ καλόγερου, τοὺς κλίναντας τὴν κεφαλὴ καρατόμησε, σὰν ἔπινε τὸν καϊφὲ καὶ ῥουφοῦσε τὸ νεργιλέ, ἀπολαμβάνοντας τὸ μακάβριο θέαμα τῶν ἀποκεφαλισμῶν.
        Θεριὸ ἀνήμερο ὁ Λουμποὺτ πασᾶς. Ἄρχων ἄφρων, φιλόδοξος, ὀργίλος, ἀνόητος! Νόμισε πὼς θὰ τὰ ἔβγαζε πέρα μὲ τὶς Ναουσαῖες· πίστεψε πὼς θὰ ἔκαμπτε τὸ φρόνημά τους, γιατὶ ἔμαθε στὰ χαρέμια πὼς ἡ γυναικεία φύση παγιδεύεται ἢ μὲ γλυκὲς ὑποσχέσεις ἢ μὲ ἀπειλές. Ὅμοιος μὲ τοὺς Μαξιμιανοὺς τοῦ Μηνολογίου, «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», γιατὶ δὲν συλλογίστηκε τὴν ἄδοξη τύχη τους, κι ἂς εἶχε ἴσως ἀκούσει μικρὸ παιδὶ τὸ Συναξάρι. Τί τάχα νὰ ἤθελε νὰ ἀποδείξῃ στὶς Ναουσαῖες γυναῖκες; τὴν ἐξουσία του ἢ τὸν ἀνδρισμό του; Καὶ τὰ δυὸ ἂς τά ΄χῃ νὰ τὰ χαίρεται μέσα στὴν αἰώνια κόλασή του. Μὲ ποιές νόμιζε πὼς θὰ τὰ ἔβγαζε πέρα; Δὲν ἤξερε πὼς οἱ ἑλληνίδες χριστιανὲς δὲν ἐξουσιάζονται, ἀποδεικνύοντας συχνὰ πὼς εἶναι ἀπὸ ἄνδρες πιό ἀνδρεῖες;
         Ἡ Ἱστορία ὅλους τοὺς κρίνει. Κι ἄλλους τοὺς δικαιώνει, ἄλλους τοὺς κατακρίνει. Κι ἂν κάποτε λαθεύῃ στὴν κρίση της, ὁ Θεὸς δὲν λαθεύει ποτέ. Ἀποδίδει ἑκάστῳ τὸν μισθὸ τῶν πράξεών του. Ἡ Ἱστορία ἔφτασε στὰ χρόνια μας νὰ δικαιώσῃ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ θυσία τῶν Ναουσαίων γυναικῶν, τὴν ἁγιότητα· διότι τὸν ἡρωϊσμὸ ἐξαρχῆς τὸν ἐπισφράγισε.

         Ἀπὸ τέσσερα μέρη πολιόρκησε τὴν πόλη ὁ μισόχριστος καὶ μισέλληνας στρατηγός. Ἔτσι τετραμερῶς θὰ τὴν ξέσκιζε, σταυρικῶς θὰ τὴν χαλνοῦσε. Κατάλαβαν οἰ κάτοικοι ὅτι τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς πολιορκίας δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ προανάκρουσμα τῆς σταύρωσης, κι ἂς εἶχε περάσει πρὶν ἀπο λίγες μέρες ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ὀ Σταυρὸς εἶναι τὸ καλντερίμι, τὸ στενὸ δρομάκι, ποὺ βγάζει στὴ γιορτινὴ πλατεία. «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» φώναζαν τὰ μεμέτια στοὺς πολιορκημένους. «Ἀνοῖξτε τὶς πύλες τῆς πόλεως, γιὰ νὰ μποῦμε μέσα μὲ τὸ καλό, ἀλλιῶς θὰ βομβαρδίσουμε καὶ θὰ κάψουμε κι ὅλους ἐσᾶς κι ὁλόκληρη τὴν πόλη σας». Παράξενη ἀπαίτηση! «Ἀρὰ τί λιὲν τοῦτοι; Μοῦγκι μυαλὸ δὲν ἔχουνε;» ἀναρωτιόντουσαν οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Νάουσας. «Ἔϊ! Ἀρὰ ἰδὼ εἶνι ἡ Νιάουστα κι ἐμεῖς εἴμαστε γεννημένοι γιὰ λευτεριά. Κι αὐτὸ τὸ “Ἄρατε πύλας” καὶ τὸ “εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης” τὸ λέμε μόνο γιὰ τὸν Χριστό μας». Καὶ οἱ πύλες τῆς πόλης δὲν ἤρθησαν, γιατὶ οἱ πύλες τῆς καρδιᾶς δὲν παραβιάζονται.
        Μάχες ἡρωϊκές, συμπλοκὲς σκληρές, ἀντίσταση ζηλευτή, ἄμυνα ὀργανωμένη, ἀλλ’ ὁ Ἐφιάλτης τῶν κομματικῶν σκοπιμοτήτων, τῶν ἀσυνείδητων φιλοδοξιῶν, τῆς ματαίας φιλαρχίας, ἄνοιξε τελικὰ τὶς κερκόπορτες, σὰν ἄλλοτε, πρὶν τετρακόσια ἀπὸ τότε χρόνια, καὶ ξεχύθηκε ὁ θυμὸς τοῦ τούρκου.
        Στὴν πόλη ἐπικρατεῖ τὸ χάος. Πανζουρλισμὸς σφαγῶν, ἕνα πραγματικὸ ὁλοκαύτωμα, ἕνας χαμὸς κι ἕνας χαλασμὸς ἄνευ προηγουμένου. Φωτιὲς καὶ δάκρυα, αἷμα καὶ πτώματα, φωνὲς καὶ ἰαχές, ποδοβολητὰ ἀλόγων καὶ ἀνθρώπων, καπνοὶ καὶ μοιραῖες πνοές...
        Κιοἱ πλάτανοι οἱ ἀγέρωχοι νὰ στέκουν γέροντες κλαίοντες καὶ νὰ βλέπουν στὰ γέρικα κλαδιά τους νὰ κρεμοῦν νιὲς γυναῖκες καὶ νὰ τὶς καῖνε, βάζοντας ὡς προσανάμματατὰ μικρὰ παιδιά τους, νὰ τὶς ἀνάβουν σὰν ἀναποδογυρισμένες λαμπάδες μὲ τὰ φυτίλια τους πεντάχρονα...καρτσιοῦνος ἄκαιρος, ἀταίριαστος... «Χριστὸς Ἀνέστη» ἀντηχεῖ, ὄχι «Χριστὸς γεννᾶται»! Καὶ νὰ σμίγουν τὸ δάκρυ οἱ γεροπλάτανοι μὲ τοὺς ἀδελφούς τους στὸ Κιόσκι, ὅπως λέγεται, ἐκεῖ ὅπου καρατομήθηκαν 1241 μάρτυρες, ἐκεῖ ὅπου «ἐπλάτυνεν πλάτανος ὁδὸν» πρὸς τὰ ἐπουράνια...
       Ἀξιοθαύμαστες καὶ οἱ λεβέντισσες ποὺ ἔπεσαν στὴν Ἀράπιτσα καὶ σμίξαν μὲ τὴν ῥοὴ τοῦ ποταμοῦ τὰ τίμια δάκρυα καὶ ἅγια αἵματά τους. Δεκατρεῖς τὸν ἀριθμό· σὰν τὸν Χριστὸ μὲ τοὺς μαθητές. Ἀλλ’ ἐδῶ δὲν βρέθηκε Ἰούδας νὰ προδώσῃ τὴν ὁμόθυμη ἀπόφαση.Ἔπεσαν ἡρωϊκά ὅλες μαζὶ καὶ ἀνέβηκαν οἱ ψυχές τους σὲ ὕψος οὐράνιο. Προτίμησαν τὸν ἔνδοξο θάνατο, παρὰ μιὰ ζωὴ ἀτίμωσης. Ἐπέλεξαν νὰ πεθάνουν ἐλεύθερες, παρὰ νὰ ζήσουν σκλάβες. Μὲ τὰ παιδιά τους στὴν ἀγκαλιά, πολυφίλητα, ὅ,τι πολυτιμότερο πλέον τὶς εἶχε ἀπομείνει, ἔφυγαν, γιὰ νὰ συναντήσουν στὸν οὐρανὸ τὶς γενναῖες ἐκεῖνες Σουλιώτισσες τοῦ Ζαλόγγου, ποὺ προτοῦ δέκα ἐννέα χρόνια ἔσυραν τὸ γνωστὸ χορὸ τοῦ θανάτου.
       -«Σ’χῶρα με, Λεμονιά».
       -«Σ’χωρεμένα, Πανάγιω».
       Συγχωρέθηκαν καὶ ζήτησαν συγχώρεση ἀπὸ τὰ μικρά τους παιδιά, ἀφοῦ δὲν ἄντεχαν στὴ σκέψη μοναχὰ ὅτι ὑπῆρχε ἐνδεχόμενο ἐκεῖνα νὰ τουρκέψουν, προδίδοντας πίστη καὶ πατρίδα. Ῥίξαν τὰ παιδιὰ στὸ γκρεμό, φιληθήκαν καὶ πέσαν. Ἄραγε διψοῦσαν γιὰ τὴν δρόσο τοῦ Πνεύματος καὶ ὅρμησαν, πετώντας ἀπὸ ψηλὰ σὰν ἀετίνες, πρὸς τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ; Ἄραγε ποθοῦσαν τὸν ἀναβαπτισμὸ στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἀράπιτσας; Εἶχαν ἀκούσει πολλὲς φορὲς τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε». Καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ ξεψυχοῦσαν, κυκλικά, ἑλληνοπρεπῶς, ἔμπαιναν πιά λεβέντικα μία μία στὸ γιορτινὸ χορὸ καὶ συνώδευαν τὶς Σουλιώτισσες χέρι μὲ χέρι στὸ μεγάλο καὶ ἀτέλειωτο γιορτάσι τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἴσως νὰ ἔψαλλαν τὴν ὥρα τῆς πτώσης καὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἦταν ἑβδομάδα Διακαινήσιμος. Ὁ δρόμος ἀνοιχτὸς γιὰ τὰ ἐπουράνια, ἀνεμπόδιστος, τὰ πνεύματα τοῦ ἀέρα τὰ πονηρὰ ἐξαφανισμένα, τρομαγμένα, κι ὁ ἀδηφάγος ᾅδης μὲ δόντια σπασμένα ἀπὸ τὸν ζωηφόρο ἔμετο καὶ κοιλιὰ ἀδειανή...
        Ἄλλες δὲν πρόλαβαν. Ἦταν μακρυὰ οἱ Στουμπάνοι. Βαρειὰ ἡ κοιλιὰ ἀπὸ τὴν ἐγκυμοσύνη καὶ δύσκολο τὸ τρέξιμο. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν τὶς ἄφησαν νὰ τρέξουν πρὸς τὰ πάνω, ὅταν οἱ ἀπάνθρωποι ὀθωμανοί, οἱ βάρβαροι, οἱ διαβολισμένοι, ποὺ λὲνε καὶ στὴ Νάουσα, μὲτὰ γιαταγάνια τους ἔσκιζαν τὶς κοιλιὲς τῶν ἐγκύων καὶ τεμάχιζαν τὰ κυοφορούμενα μπροστὰ στὰ μάτια τῶν δύστυχων μανάδων, τὰ διχοτομοῦσαν, τὰ ἔκοβαν στὴ μέση...θυριωδίες ἀνείπωτες...ἀπὸ θεριὰ ἀνήμερα! Ἀλλὰ γιατὶ νὰ τρέξουν, κι ἂν τὶς ἄφηναν λεύτερες; καὶ ποῦ νὰ πήγαιναν ἄδειες ἀπὸ βρέφη καὶ ἐλπίδα; Ὅλη τους ἡ χαρὰ ἦταν αὐτὰ τὰ μωρά. Τί νὰ τὴν κάνανε πλέον τὴ ζωή; Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶλλον ἐπιθυμοῦσαν νὰ πᾶνε γρήγορα νὰ τὰ συναντήσουν στὸν οὐρανό, αὐτὰ τὰ ἀβάπτιστα σὲ νερό, τὰ βαπτισμένα σὲ αἷμα μαρτυρικό καὶ πῦρ Πνεύματος, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
        Σιμὰ σὲ αὐτὲς καὶ οἱ παρθένες ποὺ ἀτιμάζονται μπροστὰ στὰ ἔντομα μάτια τῶν συγγενῶν τους. Ἀλλ’ ἀπήμαντες, ἀμόλυντες στὴν ψυχή, ἁγνές, λογιάστηκαν καὶ πάλι παρθένες στὸν οὐρανό, ἀφοῦ τὸ ἠθικὸ πνεῦμα δὲν βιάζεται.
        Τέσσερις κοπέλες τὶς ῥίχνουν ἐπάνω στὶς σωροὺς τῶν πτωμάτων καὶ τὶς ζητοῦν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Θὰ προστεθοῦν κι αὐτὲς ἐπάνω στὶς σωροὺς, ἀφοῦ πρῶτα τὶς κόψουν τὰ μέλη, τὰ αὐτιά, τὶς μύτες, τὰ χείλη, καὶ στὸ τέλος τὶς βγάλουν τὰ μάτια. «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» προτρέπει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Κι αὐτὲς ἀποδέχονται μὲ χαρὰ ὄχι μόνο τὰ μέλη τους νὰ νεκρωθοῦν, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα γιὰ χάρη τῆς γλυκύτατης πίστης πρὸς τὸν Ὡραῖο Ἰησοῦ, τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς.
        Σειρὰ εἶχαν πιά οἱ αἰχμάλωτες. Προβατίνες κοπάδι μὲ τὰ σκυλιὰ φρουροὺς κατέβηκαν ἀπὸ τὴν μικρὴ στὴν μεγάλη πόλη, γιὰ νὰ βοσκήσουν θάνατο. Δεμένες στὸ ἅρμα τοῦ τουρκικοῦ θυμοῦ, μεταφέρθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη, ὑποψιαζόμενες ὅτι ἐπάνω τους θὰ ξεσποῦσε ὅλη ἡ κακία τοῦ μαύρου λύκου γιὰ τὸ τόλμημα τῆς πόλης τους νὰ ἀμφισβητήσῃ τὴν ἐξουσία τοῦ δεινοῦ δυνάστη. Καὶ πράγματι δὲν λάθεψαν. Γιατὶ τὰ μαρτύρια ποὺ πέρασαν ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ φανταστῇ. Ἀπερίγραπτη φρίκη γράφει πὼς νιώθει ὁ Γάλλος ἱστορικὸς Πουκεβίλ, ποὺ ὑπηρέτησε ὡς Πρόξενος καὶ κατέγραψε τὰ φρικτὰ βασανιστήρια.
        Λουλούδια πολύχρωμα, ἄνθη μυρίπνοα τοῦ Παραδείσου, φυτεύονται ἔξω ἀπὸ τὸ σαράϊ τοῦ τούρκου στρατηγοῦ. Εἶναι τὰ σώματα Ναουσαίων γυναικῶν, ποὺ θάβονται στὸ χῶμα μέχρι τὴ μέση. Οἱ τουρκάλες ποὺ περνοῦν ἀπ’ ἔξω μαδᾶνε τὰ ὄμορφα λουλούδια καὶ πετοῦν ἀκαθαρσίες στὰ πρόσωπά τους σὰν λίπασμα, γιὰ νὰ ἀνθίσουν ἴσως φρέσκα στὸ περιβόλι τοῦ Θεοῦ. Τὶς τρυποῦν μὲ βελόνες, τὶς καῖνε μὲ δαυλούς, τὶς κλωτσοῦν,τὶς ὑβρίζουν, τὶς τρομοκρατοῦν, κι αὐτὲς ἀναδύουν εὐωδία καρτερίας καὶ πίστεως.Ὅσο κουνᾷς τὸ λουλούδι, τόσο εὐωδιάζει. Ἀλλ’ ὅταν τὸ κόβῃς ἢ τὸ ξεριζώνῃς, ἂν δὲν τὸ βάλῃς στὸ βάζο, γρήγορα μαραίνεται. Κι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὶς ξεριζώσουν, γιὰ νὰ τὶς βάλουν στὸ βάζο τοῦ πασᾶ, νὰ στολίζουν τὸ χαρέμι του. Ὅμως ἐκεῖνες ἀρνήθηκαν νὰ ἀσπαστοῦν τὴν θρησκεία τῶν δυναστῶν· γιατὶ τὰ λουλούδια δὲν πρέπει νὰ ποτίζονται μὲ βρωμόνερα. Κι ἀφοῦ ὁμολογοῦν τὴν ἐμμονή τους στὴν ἀληθινὴ πίστη, ἔρχεται γι’αὐτὲς τὸ τέλος. Γυμνὲς μέσα σὲ τσουβάλια, παρέα μὲ πεινασμένα κι ἀγριεμένα ποντίκια καὶ γάτες, ποὺ δαγκώνουν καὶ κατατρώγουν τὶς γυμνές τους σάρκες, ντύνονται τὴν ἀφθαρσία.
        Παρόμοια τύχη σὲ τσουβάλι μὲ φίδια ἔχει καὶ ἡ σύζυγος τοῦ γενναίου ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου, Μαρία. Εὐγενής, θεοσεβούμενη, ἁγία γυναίκα, προσεύχεται γιὰ τοὺς φονιάδες. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν Δίκαιο Κριτὴ νὰ τοὺς συγχωρέσῃ τὸ ἔγκλημα, ὅπως κι Ἐκεῖνος ἔκανε ἐπάνω στὸ Σταυρό. «Πάτερ Ἅγιε, ἄφες αὐτοῖς». Γλυκὰ τὴ νανουρίζῃ τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν· καὶ ξυπνᾶ μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Χριστοῦ ἁγιώτερη ἀπ’ ὅσο ἦταν στὸν κόσμο μας. Μὲ τὸ σημάδι τῆς θεανθρώπινης νίκης, μὲ τὸ ὄργανο τῆς συντριβῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ πονηροῦ ὄφεως, ἀναγνωρίζεται κι αὐτὴ ὡς μάρτυς Χριστοῦ, βρίσκει τὶς συγγενεῖς ψυχὲς καὶ συναυλίζεται μαζί τους στὰ φωτεινὰ ἀρχοντικὰ τοῦ Παραδείσου.
        Ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας οἱ χτιστάδες περιμένουν. Τί θὰ κτίσουν ἄραγες; προσκυνητάρι γιὰ τοὺς χριστιανούς; Μὰ εἶναι δυνατὸν ὁ Λουμποὺτ πασᾶς, ποὺ ἀρνήθηκε τὸν χριστιανισμὸ γιὰ χάρη τοῦ γεμάτου πλάνη καὶ ἁμαρτία ἰσλαμισμοῦ, νὰ δώσῃ τέτοια ἐντολή; Κι ὅμως! αὐτὴν τὴν ἐντολὴ ἔδωσε, γιατὶ ἐκεῖνος ὁ χῶρος, στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ, θὰ γινόταν χῶρος μαρτυρίου, Γολγοθὰς ὑπομονῆς, στάδιο πάλης μὲ τὶς ῥοπὲς τῆς πεπτωκυίας φύσης της, βάθρο θριάμβου καὶ στεφανώματος, γιὰ μία γυναῖκα, τὴν πιό τρανὴ γυναῖκα, τὴν ἀρχόντισσα τῆς Νάουσας, θὰ γινόταν προσκυνητάρι, τόπος ἱερός, πανίερος γιὰ ὅσους πιστεύουν πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς ζωῆς, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ οἰκοδομήματος. Τὰ μυστριὰ ἑτοιμάζανε τὸ μυστήριο. Χῶμα γιὰ τὸν ἐπίγειο ἄγγελο, λάσπη γιὰ τὴν καθαρὴ στὴν ψυχή, ἀσβέστης γιὰ κείνην ποὺ εἶχε σβήσει τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ εἶχε ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης, πέτρες γιὰ τὴν σκληρὴ σὰν πέτρα πεισματάρισσα. Χτίζουν τὴν Ἑλένη, τὴν σύζυγο τοῦ Ζαφειράκη, τοῦ ἥρωα ἐπαναστάτη καὶ ἀρχηγοῦ τῶν Ναουσαίων. Φρικτὸ μαρτύριο ἡ δύσπνοια! Σὰν νὰ τὴν σταύρωναν! Γιατὶ καὶ ὁ Χριστός μας ἀπὸ δύσπνοια ὑπέφερε καὶ ἀπὸ δύσπνοια ὕπνωσε ἐπάνω στὸ Σταυρό. Κι ὅπως κι Ἐκεῖνον Τὸν λόγχευσαν καὶ Τὸν χλεύασαν οἱ ἑβραῖοι, ἔτσι καὶ τὴν μακαρία Ἑλένη, τὴν ἀρχόντισσα, τὴν λεβέντισσα. Τῆς ἄλειψαν τὸ πρόσωπο μὲ μέλι· κι ὕστερα ἦρθαν οἱ μέλισσες! Ἀλλὰ τὰ τσιμπήματα δὲν ἦταν ἀρκετά. Ῥαπίσματα, φτυσίματα ἀπὸ τοὺς περαστικούς, καὶ στὸ τέλος, μετὰ πέντε ἡμέρες καρτερικῆς βασάνου, μιὰ γύφτισσα πέτρα τὴν στέλνει νὰ συναντήσῃ τὴν κουμπάρα της, τὴν ἁγία Καρατάσαινα.
        Ἕξι ἄλλες γυναῖκες τὶς κλείνουν σ’ ἕνα ὑπόγειο. Ἀπομονωμένες γιὰ δυὸ ἑβδομάδες, παρέα μὲ τὴν πεῖνα, ξεγελοῦν τὸν Χάροντα, ξύνοντας τοὺς καρβουνιασμένους τοίχους καὶ τρώγοντας τὰ ξύσματα. Ὁ τοῦρκος ἀφηνιάζει, γιατὶ διαπιστώνῃ πὼς ἄνθρακας ὁ θησαυρός! Ναί! θησαυρὸς πολύτιμος τὸ κάρβουνο, ὁ ἄνθρακας, ποὺ παρατείνει τὸ πεῖσμα τῶν γυναικῶν νὰ μὴν ὑποκύψουν στὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς κολακεῖες. Ἡ ὀργή του ξεσπᾶ σὰν μαστίγιο ἐπάνω στὰ ταλαίπωρα σώματα, ποὺ μετὰ τὶς μαστιγώσεις θὰ ξαναριχθοῦν πίσω στὴ σκοτεινὴ φυλακή, καθαρισμένη πλέον ἀπὸ τὰ κάρβουνα. Ἀλλὰ κι ἂν ἔλειψε ὁ ἄνθρακας, ὁ θησαυρὸς παραμένει ἐντὸς τῶν ὡραίων ψυχῶν, ποὺ μετὰ ἀπὸ μία ἀκόμη ἑβδομάδα θὰ πετάξουν μαζί, συνοδευόμενες ἀπὸ ἐξαστράπτοντες ἀγγέλους, πρὸς τὸν οὐρανό. Ἔφυγαν πεινασμένες, ἀλλὰ χορταίνουν ἀκόρεστη ζωή, ὅπως ὅλοι οἱ «πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην».
        Ὅσες κατάφεραν νὰ σωθοῦν δὲν ἦταν λιγότερο ἡρωΐδες ἀπ’ ὅσες πέθαναν. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ζήσουν. Ἡ ζωὴ συνεχίστηκε, ἡ ἐλπίδα ξαναζωντάνεψε μέσα ἀπὸ τὰ ἀποκαΐδια, ἡ πόλη χτίστηκε ξανά, γιὰ νὰ προετοιμάσῃ μετὰ ἀπὸ ἐνενήντα χρόνια τὴν ἀπελεύθέρωση μέσα ἀπὸ τὶς γεννήσεις κι ἄλλων ἡρώων, κι ἄλλων ἡρωΐδων.
        Γυναῖκες τῆς Νάουσας· Γιαγιάδες μας ἁγίες ἡρωΐδες! Ἐσεῖς ἀπεδείξατε ὅτι ἀνήκετε στὸ ἰσχυρὸ φύλο, αὐτὸ ποὺ δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὴν ῥώμη ἢ τὴν διάπλαση ἢ τὴν διάκριση τὴν σωματική, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τῆς καρδιᾶς κι ἀπὸ τὴν αὐτοθυσία.
        Γυναῖκες τῆς Νάουσας· Ὑποδείγματα γενναιότητας γιὰ τοὺς Ἕλληνες, τιμαλφῆ ἀνεκτίμητα γιὰ τοὺς Μακεδόνες, στολίδια τιμῆς καὶ ὑπερηφάνειας γιὰ τοὺς Ναουσαίους. Ποταμὸς αἱματιαῖος ἄρδευσε τότε τὴν πόλη σας καὶ τὴν ξεδιψᾶ μὲ τὸ ὕδωρ τὸ δροσερὸ τῶν πρὸς Θεὸν πρεσβειῶν σας. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή σας κι ἂς μᾶς συνοδεύουν οἱ ἱκεσίες σας! Γιατὶ κι ἐμεῖς σήμερα μάχες δίνουμε κατὰ δυναστῶν ποὺ μᾶς ἐπέβαλαν δυσβάσταχτους κεφαλικοὺς φόρους, ποὺ μᾶς πολιόρκησαν καὶ ὅρμησαν μὲ λύσσα μὲ τὰ γιαταγάνια τῆς ὑποταγῆς, γιὰ νὰ καρατομήσουν τὴν ἐλπίδα μας, νὰ τσουβαλιάσουν τὴν ἀξιοπρέπειά μας, νὰ ἀπαγχονίσουν τὸ μέλλον μας, νὰ πυρπολήσουν τὰ ὄνειρά μας, νὰ ἀσελγήσουν στὴν ψυχή μας.
        Γυναῖκες τῆς Νάουσας· σκύβουμε εὐλαβικὰ καὶ προσκυνοῦμε τὰ αἵματά σας, αὐτὰ ποὺ γιὰ σᾶς μὲν ἔγιναν αἱτία ἁγιότητος καὶ ἡρωϊσμοῦ, γιὰ μᾶς δὲ παραμένουν λόγος τιμῆς καὶ μνήμης τοῦ θαυμαστοῦ σας ἀγώνα, παρακαταθήκη αὐτοθυσίας, κληρονομιὰ ἐλευθερίας.

        Πρωτοπρεσβύτερος Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Στυλιανὸς Μακρῆς, Δρ. Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου