Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Άπελπις και Μηδέν. Ποίηση του Γρηγόρη Σακαλή


Άπελπις

Ρίχνω βέλος,
σκοτώνω χίλιους δαίμονες,
ασήμαντο,
μάτωσαν δέκα λέξεις,
γεννιούνται άλλες εκατό,
οι ψίθυροι,
τα βογγητά,
σέρνονται σε κρύο πάτωμα,
σε σκοτεινό δωμάτιο,
σε αρχέγονο στήθος βυζαίνω
και βλέπω ένα πρόσωπο οικείο

φρικτό κι αγαπημένο
να μ’ αγνοεί τάχατες
να ρίχνει το βλέμμα αλλού
και να τραβάει με βία το μικρό παιδί
στο μέρος της
ν’ αποφεύγει το βλέμμα
της σοφίας και της φθοράς
του χρόνου και του έρωτα
εγώ περνάω δίπλα της
με ύφος νικητή,
ηττημένος,
καχεκτικός,
σαράντα έξι κύκλους
γύρω από τον ήλιο έκανα
κι ούτε ένα πόντο δεν περπάτησα
σελίδες πολλές κι αν διάβασα
πολλές κι αν έγραψα
όνειρα κι αν άλλαξα
δεκαοχτώ χρόνια με κύκλωσαν
και ρίχνω βέλη άπελπις
με λέξεις δαίμονες
να ελαφρύνω.


Μηδέν

Μέσα στο σώμα σου ταξιδεύει η ζωή
το αύριο γεννιέται μέσα σου
αγάπη απέραντη
ιερή και μυροφόρα
παράθυρα σκοτεινά, ψυχές, φωτίζονται στο πέρασμά σου
κι όταν χαθείς
πύρινες λόγχες κατεβαίνουν στη γη
πουλάρια χλιμιντρίζουν δαιμονισμένα
και αερικά σβήνουν το πνεύμα
τα χείλη σωπαίνουν τις νύχτες
και οι μέρες, κίτρινες αγκομαχάνε
καθώς ένας λόφος μαρτυρίου
αχνοφαίνεται
και οι άνθρωποι
κοιτούν ο ένας τον άλλο
περιμένοντας κάποιον
ν’ ανέβει στο σταυρό
καταραμένοι οι λόγοι των ποιμένων
σαρώνουν βουνά και πεδιάδες
και μπαίνουν σαν διάβολοι μέσα μας
κόκκινα πυρακτωμένα μάτια παντού
ανάσες που καίνε
λίγες ψυχές θρυμματισμένες
διαφεύγουν
και κρύβονται στην άμμο
της αναδημιουργίας.
Τετέλεσται.

2 σχόλια:

  1. Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
    στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
    για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
    για τ' άλογα και για τ' αμάξια μου,
    για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
    Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
    τα εικοσιοκτώ μου χρόνια να σβυσθούν.
    Είμ' ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
    συνήλθα· αλλ' όμως κ' έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
    μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλε ,ενα, ενα να τα εμπεδωνουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή