Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Εκεί που φυσά στέκονται οι ανεμόμυλοι.Δεν τους αποζητά ο αγέρας.Της Τζωρτζίνας Αθανασίου

Σας έχει τύχει να μπείτε σε αγαπημένο, οικείο προς εσάς δωμάτιο και μεμιάς να τραβήξετε τις βαριές κουρτίνες, να λουστεί στο φως, να φύγουν οι σκόνες και να ξυπνήσει το σώμα και το μυαλό σας;;; Και μόνο τότε να διαπιστώσετε ότι πριν ήταν σκοτεινό; Και τότε μόνο να
παρατηρείτε επειδή πολύ απλά τότε ξεσυνήθισαν τα μάτια σας. Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι τη σημασία της εξωστρέφειας, είτε σε ανθρώπους είτε σε πόλεις.

Η ανθρώπινη συμπεριφορά βρέθηκε στο επίκεντρο της φιλοσοφίας και πέρασε από το «γνώθι σ’ εαυτόν» του  Πλάτωνα στην εξωστρεφή αντιμετώπιση του Αριστοτέλη. Είναι αλήθεια ότι για να μπορέσεις να σταθείς σε μια κοινωνία ως ενήλικος υπεύθυνος πολίτης πρέπει να γνωρίζεις τον εαυτό σου, τις επιθυμίες σου, τα όριά σου και να έχεις κριτική ματιά και οξυδερκές πνεύμα. Αφού σε γνωρίσεις, θα μπορέσεις να συνεισφέρεις ισότιμα στην πόλη σου. Εφόσον λοιπόν οι πόλεις διοικούνται από ανθρώπους, οφείλουν να συμπεριφέρονται αναλόγως καθώς θα απολαύσουν τα ίδια και μεγαλύτερα οφέλη από την εξωστρεφή στάση τους. Τα βαλτωμένα λιμνάζοντα νερά, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά μιλώντας, δεν υπήρξαν ποτέ θετική επιλογή για την εξέλιξη μιας κοινωνίας η οποία ακολουθώντας αυτή την οδό καταλήγει να ανακυκλώνει και να μηρυκάζει τα ίδια προβλήματα και  τις ίδιες ιδέες χωρίς να δίνει νέο άνεμο στα πανιά της που κάποια στιγμή πέφτουν και αυτά σε αχρηστία.

Καταλαβαίνω απόλυτα ότι μια τέτοια στάση υπερβολικής εσωστρέφειας μπορεί να προσδίδει μια εσφαλμένη εντύπωση προστασίας από τον φόβο του «ξένου», του «άγνωστου» και του διαφορετικού. Δεν έχω καταλάβει όμως μια πόλη, όπως είναι η Νάουσα, τι έχει να κερδίσει παραμένοντας κλεισμένη στον εαυτό της και απαριθμώντας συνεχώς τα προτερήματά της κοιτώντας τον καθρέφτη. Μα…αν πέσει ένα δέντρο στο βουνό χωρίς να το δει κανείς, είναι σαν να μην έπεσε. Αν γραφτεί ένα κείμενο και μείνει στο συρτάρι, είναι σαν να μην γράφτηκε. Τι να την κάνω την ιδέα άμα μείνει νεκρό γράμμα; Η εσωστρέφεια τείνει γρήγορα να γίνει ομφαλοσκοπία και να δημιουργεί την ψευδή εντύπωση πως είμαστε το κέντρο του κόσμου, ενώ είμαστε  ένα όμορφο και χρήσιμο μέρος αυτού. Και αυτό σημαίνει πολλά.

Και στην τελική φοβόμαστε τι; Φοβόμαστε γιατί; Φοβόμαστε μήπως δώσουμε; Φοβόμαστε μήπως πάρουμε; Γιατί αν αυτό φοβόμαστε, πρέπει να χαλαρώσουμε, αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να επιδιώκουμε: ένα ισότιμο δούναι και λαβείν που θα καθορίζεται από την ωριμότητά μας. Οι γονείς φοβούνται για τα παιδιά τους τις κακές συναναστροφές. Αυτό φοβόμαστε και σαν πόλη; Είναι δυνατόν; Τις κακές επιρροές; Αυτές, δεν μπορεί να τις γλιτώσει κανείς. Αυτό που σώζει είναι η αντανακλαστική κριτική σκέψη να αναγνωρίσουμε σε αυτές παραδείγματα προς αποφυγήν και να εντοπίσουμε σε άλλες παραδείγματα προς μίμηση. Η  πόλη μας να αποτινάξει από πάνω της τον φόβο του καινοτόμου και την εμμονή «να δούμε… το κάνουν οι άλλοι για να το κάνουμε και εμείς;» Δεν μας νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Το κάνουμε εμείς, επειδή είμαστε εμείς, και μπορούμε, και προχωρούμε προς τους άλλους για να δείξουμε αυτό που επιτελείται. Έχετε σκεφτεί ότι κάποιες φορές αυτό που αισθάνεστε δεν είναι αγωνία αλλά λαχτάρα; Λαχτάρα γιατί η πόλη μας στρέφεται στον κόσμο και ο κόσμος έλκεται από αυτή τη μικρή πόλη με ανάστημα. Με την εξωστρέφεια πλησιάζουμε πόλεις και ανθρώπους από τους οποίους αντλούμε ιδέες και γνώσεις βελτιώνοντας εμείς τα δικά μας και εκείνοι τα δικά τους σχέδια.

Δεν είναι δυνατόν ο καθένας να δουλεύει απομονωμένος με αποτέλεσμα να σηκώνει το κεφάλι αναφωνώντας ότι τίποτα δεν γίνεται και φιλοδοξώντας να λάβει τα εύσημα για την επανεφεύρεση του τροχού. Με την εξωστρέφεια, διασώζουμε και εμπλουτίζουμε ό,τι έχουμε χτίσει και δεχόμαστε βοήθεια να το συνεχίσουμε από εκεί που το φτάσαμε και πέρα. Κοιτάμε μπροστά και μακριά, ακριβώς όπως στο ποδήλατο: αν κοιτάς τη ρόδα, πέφτεις.

“Είμαστε τολμηροί, κι όμως ζυγίζουμε καλά την κάθε επιχείρησή μας, ενώ τους άλλους η άγνοια τους κάνει θρασείς κι η γνώση αναποφάσιστους.»*. Λοιπόν; με αυτούς που ζυγίζουν και τολμούν, ή με του «άλλους», που κοιτούν την κοιλία τους και κυνηγούν την ουρά τους;

*Θουκυδίδου Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, εκδ. «ΕΣΤΙΑ», Β’40, Τρίτη ανατύπωση, 1998, μετάφραση Άγγελος Βλάχος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου