Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ψυχογράφημα μιᾶς τριαντάχρονης πνευματικῆς σχέσης.ToυΠρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Στυλιανοῦ Μακρῆ, Δρος Θ., Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Βεροίας

Τὸ ψυχογράφημα εἶναι ἡ περιγραφὴ τοῦ ψυχισμοῦ ἑνὸς ἀτόμου ἢ ἡ περιγραφὴ τῆς ζωῆς, τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν σχέσεών του μὲ ἄλλα ἄτομα. Σκοπὸς τοῦ παρόντος κειμένου εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς τριαντάχρονης πνευματικῆς σχέσεώς μου μὲ τὸν πνευματικό μου πατέρα Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας κ. Παντελεήμονα ὡς ταπεινὸ ἀφιέρωμα καὶ προσφορᾶ ἀγάπης καὶ εὐγνωμοσύνης. Γνωρίζω καλὰ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἀντίθετος μὲ στημένες ἐκδηλώσεις ποὺ προβάλλουν ἐγκωμιαστικὰ τὴν
προσωπικότητά του, ἰδιαιτέρως μάλιστα ὅταν αὐτὲς γίνονται ἀπὸ τοὺς στενούς του συνεργάτες, ὡστόσο ὀφείλω νὰ τοῦ ζητήσω τὴν ἀρχιερατικὴ συμπάθεια καὶ συγγνώμη γιὰ τὴν ἀφιερωματικὴ πρωτοβουλία μου νὰ καταγράψω στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα καὶ τῆς προσωπικότητάς του, ὅπως τὰ ἔχω ἀντιληφθεῖ στὰ τριάντα χρόνια τῆς γνωριμίας καὶ σχέσεως μαζί του. Δὲν προτίθεμαι νὰ τὸν κολακεύσω, γιατί δὲν ἔχω νὰ κερδίσω κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅσα δωρεὰν ἀπήλαυσα καὶ ἀπολαμβάνω κοντά του, δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ τὸν ἐγκωμιάσω, γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν εὔνοιά του, δὲν ἔχω νὰ καταθέσω κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι τοῦ ἀξίζει, ἁπλῶς ἐπιθυμῶ, καταδυόμενος ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια γεγονότων τινῶν στὸ βυθὸ τῆς ψυχῆς του, νὰ ἁλιεύσω στοιχεῖα τοῦ ψυχισμοῦ του, γιὰ νὰ κάνω τοὺς ἀναγνῶστες κοινωνοὺς στὶς δικές μου ἐμπειρίες κοντά του καὶ νὰ τοὺς μεταδώσω ὅ,τι μέχρι σήμερα ἔχω ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸν προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτηρίζει ὡς ἄνθρωπο, ὡς χριστιανό, ὡς πατέρα, ὡς κληρικό, ὡς ἐκκλησιαστικὸ καὶ διοικητικὸ προϊστάμενο, ὡς Ἱεράρχη.
Τὸν Σεβασμιώτατο τὸν γνώρισα στὴν Χριστιανικὴ Καταφυγὴ Νέων, τὸ Πνευματικὸ Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, τὸ 1987, περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία ἐκεῖνος ἦταν Προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ καὶ Πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ἡ Καταφυγὴ ἦταν τότε ἕνα μελίσι ἑκατοντάδων νέων μὲ πολλὰ τμήματα καὶ μάλιστα πρότυπο γιὰ ἄλλα Πνευματικὰ Κέντρα ποὺ δημιουργήθηκαν στὴ συνέχεια. Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ μέχρι τὴν ἔλευσή του στὴ Βέροια λειτουργοῦσαν τμήματα δωρεὰν φροντιστηριακῶν μαθημάτων καὶ ξένων γλωσσῶν ἀπὸ ἐκπαιδευτικούς, πτυχιούχους καὶ φοιτητὲς ὅλων τῶν εἰδικοτήτων, τμήματα ὀρχήστρας, παραδοσιακοῦ χοροῦ, θεάτρου, παιδικῶν καὶ νεανικῶν χορωδιῶν, βιβλιοθήκης, ἐξεδίδετο ὁμώνυμο διμηνιαῖο περιοδικό, λειτουργοῦσε ἐντευκτήριο μὲ παιχνίδια καὶ ἀναψυκτήριο, γιγαντοοθόνη, ἀσυνήθιστο γιὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, αἴθουσα γιὰ μπιλιάρδο, πίνγκ πόνγκ, ποδοσφαιράκια, ἐπαγγελματικὲς κουζίνες καὶ ψυγεῖα γιὰ τὶς ἀνάγκες ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων μέσα στοὺς χώρους τοῦ κέντρου, ἐνῶ παράλληλα πραγματοποιοῦνταν νεανικὲς συνάξεις, δωρεὰν ἐκδρομές, ἡμερίδες στελεχῶν καὶ συνέδρια νεολαίας, ὁμιλίες ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιπέδου, καὶ ἐτελεῖτο κάθε ἑβδομάδα σὲ διαμορφωμένο παρεκκλήσιο μέσα στοὺς χώρους τῆς Καταφυγῆς ὡριαῖα βραδυνὴ θεία λειτουργία γιὰ μαθητές. Ἡ παρουσία τοῦ κατὰ Θεὸν καὶ κατὰ τὸν νόμον τῆς Πολιτείας ὑπευθύνου, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἦταν συνεχὴς σὲ καθημερινὴ βάση. Δὲν ὑπῆρχε ἀπόγευμα ποὺ νὰ μὴν περάσῃ ἀπὸ τὴν Καταφυγὴ ὁ πατὴρ Παντελεήμων, ὁ πάτερ, ὅπως τὸν ἀποκαλούσαμε οἱ νέοι τότε, εἴτε γιὰ νὰ ἐξομολογήσῃ, εἴτε γιὰ νὰ συντονίσῃ καὶ προγραμματίσῃ μαζὶ μὲ τὰ στελέχη λοιπὲς δραστηριότητες, εἴτε γιὰ νὰ δηλώσῃ μὲ τὴν παρουσία του ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν πάντοτε παροῦσα, κοντὰ στοὺς νέους ἀνθρώπους.
Κοντά του μάθαμε νὰ ψάλλουμε, νὰ ἀγαποῦμε τὴ θεία λειτουργία. Στὴν θεία λειτουργία τῶν μαθητῶν κάθε Παρασκευὴ βράδυ ἔψαλαν τὰ ἴδια τὰ παιδιά· ὡς πατέρας ἀληθινὸς προέκρινε εὐχάριστα τὰ παιδικὰ φάλτσα τῶν πολλῶν ἀπὸ τὴν ἁρμονία ἑνὸς ἐπαγγελματία ψάλτη.
Ὅλες αὐτὲς οἱ δραστηριότητες τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ γνωρίσουν χιλιάδες νέοι τὴν παραπάνω ἀλήθεια, τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας· ἔγιναν ἀφορμὴ ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἐμβαθύνουν στὴν πνευματικὴ ζωή, νὰ συνδεθοῦν μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, νὰ ζήσουν τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὁρισμένοι δὲ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἀγαπήσουν τὸ εὐλογημένο ὀρθόδοξο ῥάσο καὶ κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν ἀποστολικὸ δρόμο ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὴν πόλη τῶν εὐγενέστερων Βεροιέων.
Προσωπικὰ δὲν εἶχα ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσω τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἠλικία, εἴτε γιατὶ κανένα χέρι δὲν μὲ ὡδήγησε στὴν ἐξομολόγηση καὶ στὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς καὶ λειτουργικῆς ζωῆς, εἴτε γιατὶ οἱ ἐλάχιστες ἐμπειρίες ποὺ εἶχα περίπου δεκαετὴς ἀπὸ τὸ κατηχητικὴ ζωὴ τῆς ἐνορίας μου ἦταν πολὺ πτωχές, σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ δὲν μὲ ἐνέπνεε καὶ δὲν μὲ συγκινοῦσε. Τὸ περιβάλλον, στὸ ὁποῖο ἀναπτύσσεται, ὑποστηρίζεται καὶ διαδίδεται μία ἰδέα, μία θεωρία, διαμορφώνει καταλυτικὰ τὴ στάση ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπέναντι σὲ αὐτήν, ἐπηρεάζει τὸ μέλλον του, μάλιστα δὲ σὲ συνάρτηση μὲ τὸ περιβάλλον αὐτὸ ἔχει μεγάλη ἐπίδραση καὶ ὁ τρόπος παρουσίασης τῆς ἀλήθειας. Ἐὰν ὁ οἰκοδεσπότης θέλῃ νὰ ἔχῃ τὴν ἀξίωση νὰ ἀπολαύσῃ ὁ καλεσμένος του τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ προσφέρει καὶ νὰ φύγῃ ἱκανοποιημένος, πρέπει νὰ σερβίρῃ τὸ νόστιμο φαγητὸ ποὺ ἑτοίμασε σὲ ἕνα ὄμορφο καὶ ἀστραφτερὸ πιάτο ἐπάνω σὲ ἕνα ἀλέκιαστο τραπεζομάντηλο μὲ καθαρὰ μαχαιροπήρουνα. Ὅταν ἕνα νόστιμο φαγητὸ σερβίρεται σὲ βρώμικο πιάτο, δὲν χάνει τὴν ἀξία του, μειώνεται ὅμως ἡ χάρη τῆς φιλοξενίας. Ὅταν μπῇ τὸ καινούριο κρασὶ σὲ παλαιοὺς ἀσκούς, χαλάει καὶ πετιέται. Ὅποιος ἀπεχθάνεται τὸ ψάρι, δύσκολα προσεγγίζει ἢ ἀναπτύσσει φιλίες μὲ τὸν ψαρά. Ἕνα μουντὸ περιβάλλον, ἕνας μονότονος χῶρος, ὅσο ὠφέλιμος κι ἂν εἶναι, δὲν προσελκύει τὴ νεολαία. Οἱ νέοι ἄνθρωποι ἐπιζητοῦν νὰ ταυτίζεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου μὲ τὴν ἐξωτερικὴ εἰκόνα ποὺ προβάλλει ἔνας χῶρος. Τοὐλάχιστον κανένας τέτοιος χῶρος δὲν προσείλκυσε ἐμένα. Ἰδιαιτέρως στὴν ἐποχή μας μὲ τὸν καταιγισμὸ εἰκόνων καὶ ἤχων ὁ νέος αἰσθάνεται οἰκειότητα σὲ χώρους ποὺ κυριαρχοῦν οἱ εὔκολες αἰσθήσεις, ἡ ὅραση, ἡ ἀκοή, ἡ ἀφή, κι αὐτὸ διότι ἡ ἐνασχόληση μὲ κάτι ποὺ ἀπαιτεῖ ἐπίπονες νοητικὲς καὶ λογικὲς διεργασίες εἶναι κουραστικὴ γιὰ ἕνα νέο παιδί, ποὺ ἔχει πολλὰ σχολικὰ καὶ ἐξωσχολικὰ μαθησιακὰ καθήκοντα. Κακὰ τὰ ψέματα, ἕνα ἴντερνετ καφὲ σήμερα εἶναι γιὰ ἕνα νεαρὸ παιδὶ πιό ἑλκυστικὸ ἀπὸ μία αἴθουσα χριστιανικοῦ λόγου. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι ἀνάγκη τὸ ἀληθινὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου νὰ μπαίνῃ σὲ καινούριους ἀσκούς, δηλαδὴ νὰ μεταφέρεται μὲ σύγχρονους κάθε φορὰ τρόπους. Αὐτὸ τὸ εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ Σεβασμιώτατος ἀπὸ τότε· φρόντισε νὰ δημιουργήσῃ ἕνα χῶρο σύγχρονο, θὰ ἔλεγα κάπως μοντέρνο, γιὰ τὰ κατηχητικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ἕνα χῶρο οἰκεῖο ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἐντὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐκτός, γιὰ ὅσους ἀγνοοῦσαν τὸν Χριστό. Δὲν ὑποστηρίζω σαφῶς ὄτι τὰ ἐνοριακὰ πνευματικὰ κέντρα εἶναι σωστὸ νὰ μεταβληθοῦν σὲ ἴντερνετ καφέ, ἁπλῶς ἐπισημαίνω ὅτι χρειάζεται νὰ μᾶς προβληματίζῃ ἂν καὶ τί εἴδους ἀλλαγὲς πρέπῃ νὰ κάνουμε σήμερα, γιὰ νὰ κερδίσουμε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο νέο κόσμο στὸν Χριστό. Ὁμολογῶ ὅτι αὐτὸ ποὺ μὲ κράτησε στὴν Καταφυγὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία ἦταν αὐτὸ τὸ ἀνοιχτόμυαλο πνεῦμα ποὺ ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ καὶ τοῦτο ἦταν τὸ πνεῦμα τοῦ πατρὸς Παντελεήμονος. Στὴν πορεία διεπίστωσαν πολλοὶ ἐξ ἡμῶν τὸν ὑπέροχο συνδυασμὸ αὐτοῦ τοῦ πνεύματος μὲ τὴν παράδοση, τὴν παραδοσιακότητα, ἀπόδειξη ὅτι διαφορετικὲς ἐποχὲς ἔχουν καὶ διαφορετικὲς προϋποθέσεις, ὅρους καὶ ἀπαιτήσεις, στὴν προσέγγιση τοῦ ἴδιου γιὰ αὐτὲς εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ὁ πάτερ ἔγινε τὰ πάντα τοῖς πᾶσιν, νέος μὲ τοὺς νέους, παιδὶ μὲ τὰ παιδιά, ἂν καὶ ἤδη ἦταν ὥριμος κληρικός. Τὸ πρῶτο στοιχεῖο λοιπὸν μὲ τὸ ὁποῖο ἦρθα σὲ ἐπαφὴ στὸν ἐκεῖ χῶρο τῆς ἱερατικῆς διακονίας τοῦ Μητροπολίτου μας χωρὶς κἂν νὰ ἔχω ἀκόμη δῇ ἢ γνωρίσῃ τὸν ἴδιο ἦταν τὸ ἀνοιχτὸ πνεῦμα του, ποὺ ὑφαινόταν στὸ καθετί, στὸν ἄνετο, καθαρό, εὐπρεπῆ, εὐχάριστο χῶρο, στὴν ἀνεπιτήρητη καὶ ἀνεμπόδιστη ἐπιλογὴ τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφάνισης τῶν παιδιῶν, στὴν ποικιλία τῆς ἐν γένει δραστηριότητας, στὴν ἐγκαρδιότητα τῶν συνεργατῶν, στὴν εἰλικρίνεια, στὴν ἐλευθερία στὴν ἔκφραση καὶ τὴν κίνηση.
Κάποτε, θυμᾶμαι, σὲ μία συνάντηση στελεχῶν, κάποιος ἀνόητος, κληρικὸς σήμερα, εἶχε προβάλει τὴν ἄποψη ἐμμέσως πλὴν σαφῶς νὰ ἀκυρωθῇ τὸ πολύπλευρο ἔργο τῆς Καταφυγῆς καὶ νὰ δοθῇ ἔμφαση μόνο στὴν κατήχηση, διότι τάχα δὲν ταίριαζε σὲ ἕνα χριστιανικὸ κέντρο ἡ ὕπαρξη λόγου χάριν θεατρικοῦ τμήματος ἢ ἦταν ἀσύμβατη μὲ τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ προσφορὰ τῶν φροντιστηριακῶν τμημάτων. Ὑποστηρίχθηκε ὅτι πολλοὶ ἔρχονταν, λίγοι ὠφελοῦνταν. Ἡ παρέμβαση αὐτὴ προκάλεσε τὴν ἔκρηξη καὶ διαμαρτυρία τοῦ πατρὸς Παντελεήμονα, ὄχι γιατί θεωρήθηκε προσβολὴ ἑνὸς προσωπικοῦ ἔργου, ἀλλὰ γιατί θεωρήθηκε προσβολὴ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐμπόδιο στὸ νὰ γνωρίσουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότεροι νέοι τὸν Χριστό. Δυστυχῶς πάντα θὰ βρίσκεται κάποιος ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πολλῶν νὰ λέῃ «Τί τὰ θέλουμε τώρα τὰ θεατρικὰ καὶ τὰ χορευτικὰ καὶ τὰ φροντιστηριακά;», διότι μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν καὶ οἱ δῆθεν κοπτώμενοι γιὰ τὴν καθαρὴ καὶ ἀνόθευτη πνευματικότητα, ἐκεῖνοι, ποὺ γεμίζουν ἀπὸ τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι γεροντάδες, φτασμένοι σὲ τέτοια ὕψη, ὥστε δὲν ἔχουν καμία ἀνάγκη νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ τόσο δῆθεν χθαμαλὰ καὶ πεζὰ καὶ ταπεινὰ τοῦ σύγχρονου βίου, καμία ὑποχρέωση νὰ προκρίνουν τὸ πλῆθος τῶν κλητῶν ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν ἐκλεκτῶν, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν καταδέχονται νὰ κατεβοῦν στὸ σκοτάδι τῶν πολλῶν, γιὰ νὰ βγάλουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους,  ἀλλὰ ἐπαναπαύονται στὴν ἰδέα ὅτι ἐπαρκοῦν οἱ ἐλάχιστοι θαυμαστὲς τους ποὺ θεωροῦν ἀπὸ κάτω τὸ ὕψος τῆς φωτεινῆς τους προσωπικότητος. Ὁ πατὴρ Παντελεήμων ἤθελε πάντας τοὺς νέους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐφείσθη χρημάτων, γιὰ νὰ κάνῃ ἑλκυστικὸ σὲ ὅλους τοὺς νέους τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Τὸν πρῶτο ἄνθρωπο ποὺ γνώρισα ἦταν ὁ νῦν Μητροπολίτης Κίτρους κ. Γεώργιος, λαϊκὸς τότε ὤν. Περίμενα στὴν εἴσοδο τῆς Καταφυγῆς ἕνα συμμαθητή μου ποὺ ἦταν ἀδύναμος σὲ κάποια μαθήματα καὶ συμμετεῖχε στὸ φροντιστήριο. «Γειά σου, περιμένεις κάποιον»; «Ναί, τὸν φίλο μου». «Ἔ, καλά, καὶ τί περιμένεις στὴν πόρτα καὶ δὲν ἔρχεσαι στὸ γραφεῖο;». Καταλυτικὴ στιγμή! Ἀνεβήκαμε στὸ γραφεῖο τοῦ ἡμιορόφου καὶ ἔνιωσα σὰν νὰ ἤμουν γνωστός τους ἀπὸ χρόνια. Ἕπειτα ἦταν ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων. «Ἔλα», μοῦ λέει ὁ φίλος μου, «πᾶμε στὴ γιορτή, θὰ ἔχῃ πολλὰ παιδιά, γλυκά, πίτες, πίτσα, κόκα κόλα». Νόστιμα δολώματα γιὰ ἕνα λιχούδη...Ἐκεῖ τὸν εἶδα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Δεσπότη μας. Εὐχάριστη ἀτμόσφαιρα. Γέλια, φωνές, πολλὰ παιδιά, συνομήλικοι. Μὲ συνέστησε ὁ φίλος μου ὡς καλὸ μίμο. Ἔκανα κάποιες μιμήσεις πολιτικῶν καὶ ἠθοποιῶν κι ἐκεῖ εἶδα πρώτη φορὰ κληρικὸ νὰ γελᾷ ἀπροσποίητα καὶ νὰ ξεκαρδίζεται. Τὸν συμπάθησα, ἀλλὰ μοῦ φαινόταν ἀκόμη ἀπλησίαστος. Ὅταν χειροτονήθηκε διάκονος ὁ Χρυσοστόμου, συμφωνήσαμε μὲ τὸν φίλο μου νὰ κοινωνήσουμε. Μᾶς εἶχε συμβουλεύσει: «Κοιτάξτε, πρέπει πρῶτα νὰ ἐξομολογηθῆτε». «Ἐσένα θέλουμε» τοῦ εἴπαμε. «Ἄ, δὲν γίνεται, πρέπει νὰ πᾶτε στὸν πάτερ, ἐγὼ εἶμαι διάκονος, δὲν ἐξομολογῶ». Πλησιάσαμε στὸ ἅγιο ποτήριο ἀνεξομολόγητοι. «Ἐντάξει; ἐξομολογηθήκατε;» μᾶς ῥώτησε μὲ τὴ λαβίδα στὸ χέρι, ἕτοιμος νὰ μᾶς μεταδώσῃ τὸν Χριστό. «Ὄχι», εἴπαμε. «Τί; γρήγορα μέσα στὸν πάτερ, γρήγορα μέσα στὸ Ἱερό». «Τί νὰ ποῦμε τώρα στὸν πάτερ; Πῶς θὰ ἐξομολογηθοῦμε;». Ἐκεῖ, μέσα στὸ Ἱερό, τὴν ὥρα ποὺ ἄλλοι κοινωνοῦσαν, ἔκανα τὴν πρώτη μου ἐξομολόγηση καὶ συνδέθηκα διὰ βίου πλέον πνευματικὰ μὲ τὸν Σεβασμιώτατο. Μειλίχιος, πραΰς, γλυκός, μὲ κατανόηση, μὲ χαμόγελο, ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως δὲν εἶχα φανταστεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας κληρικὸς καὶ δὴ ἕνας ἐξομολόγος. Αὐτὴν τὴν εἰκόνα τὴν εἶδα πολλὲς φορὲς μέχρι σήμερα. Τὸ πνεῦμα τῆς κατανόησης, τῆς πραότητος, καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς προσωπικότητος τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ἕνα βασικὸ στοιχεῖο τοῦ ψυχισμοῦ του, τὸ ὁποῖο, φαντάζομαι, ἔγινε πρότυπο γιὰ νεώτερους κληρικοὺς ποὺ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν διακονία του, ἔγινε πρότυπο καὶ γιὰ ἐμένα τὸν ἴδιο. Πάντοτε συμβουλευτικός, ὑπομονετικὸς στὴν ἀμετανοησία μου, ἀνεκτικὸς στὴν ἐμπάθειά μου, στήριζε, δίχως νὰ ἀπαιτῇ, ὑπερασπιζόταν τὸ θεῖο νόμο, δίχως νὰ τρομοκρατῆ, ἐπιχειρηματολογοῦσε, δίχως νὰ φοβίζῃ, ἔλεγχε τὸ σφάλμα, δίχως νὰ προκαλῇ ἀπογοήτευση, ὀρθοτομοῦσε τὴν πνευματικὴ ἀλήθεια, δίχως νὰ ἀποῤῥίπτῃ αὐτὸν ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ τὴν καταλάβῃ καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόσῃ. Ὅσοι πιθανὸν ἐξομολογοῦνται στὸν Δεσπότη μας ἀντιλαμβάνονται σαφῶς τὸ πόσο ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα ἡ συγκεκριμένη παράμετρος τοῦ ψυχισμοῦ του. Γιὰ τὴν ἐξομολόγηση δὲν εἶχε πρόγραμμα, οὔτε δυσανασχέτησε μὲ τὶς πολλὲς φορὲς φλυαρίες τῶν ἐξομολογουμένων. Κάθε στιγμή, ὅποτε τοῦ τὸ ζητούσαμε, ἀνταποκρινόταν στὴν παράκλησή μας γιὰ ἄμεση ἐξομολόγηση, παρὰ τὸ βεβαρυμμένο του πρόγραμμα. Ὑπῆρξε μάλιστα καὶ περίπτωση ποὺ κάθισε στὸ ἐξομολογητάρι τοῦ Ναοῦ μέχρι τὶς τρεῖς τὰ ξημερώματα. Ἦταν ἡμέρες πανηγύρεως τοῦ ἁγίου Δημητρίου...σκεφτεῖτε...ἕνας Πρωτοσύγκελλος νὰ πρέπῃ νὰ τακτοποιῇ τὴν φιλοξενία καὶ τὶς ἐπαφὲς μὲ τοὺς καλεσμένους Ἀρχιερεῖς, τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες ποὺ συνώδευαν εἰκόνα τῆς Παναγίας, νὰ συντονίζῃ ἐπιτρόπους, νεωκόρους, ψάλτες, ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως, ἱερόπαιδες, παιδιὰ τῆς Καταφυγῆς, κι ὅλα αὐτὰ ὑπὸ τὴν ἐπιστασία ἑνὸς ἀπαιτητικοῦ Μητροπολίτου...νὰ ἔχῃ τὴν ἄλλη μέρα λειτουργία καὶ νὰ μὴ χαλάῃ χατήρι στὸν ἀδιάκριτο νέο ποὺ τοῦ ἀφαίρεσε ἀρκετὲς ὧρες ἄπὸ τὴν σωματικὴ ἀνάπαυση.
Ὅταν ἤμουν γύρω στὰ εἴκοσι, μία μεγάλη παρέα νεαρῶν τὸν συνωδεύσαμε σὲ μία πανήγυρη στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, ὅπου γίνεται τὸν Ἰούλιο ἀγρυπνία δεκαέξι ὡρῶν στὴ μνήμη τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Μητροφάνους, ποὺ ἀσκήτευσαν στὸ σπήλαιο τοῦ κελλίου Κοιμήσεως Θεοτόκου, ἐκεῖ ὅπου ἐκάρη καὶ ὁ ἴδιος μοναχός. Στὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ ἐπέμενα νὰ ἔρθῃ ἕνας φίλος μου ἀδελφικός, μοναχὸς τώρα μεγαλόσχημος, ποὺ τότε δὲν εἶχε σχέσεις μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ εἶχε λίγο ἄστατη ζωή. Τὸν πίεζα ἀπὸ καιρὸ νὰ ἐξομολογηθῇ στὸν πάτερ, ἐκεῖνος, ἂν καὶ εἶχε καλὴ ψυχή, ἐντούτοις ὠς μὴ ἔχων πνευματικὲς καταβολὲς δὲν καταλάβαινε καὶ πολλὰ ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχοντας ἀντιληφθεῖ ὅτι δὲν ἦταν ἀρνητικός, ἀλλὰ μᾶλλον διστακτικὸς ἀπὸ ἐντροπὴ στὸ νὰ κάνῃ τὸ πρῶτο βῆμα, καὶ μιὰ καὶ ὁ ἁγιασμένος τόπος τοῦ Ἄθωνα προσεφέρετο γιὰ κατανυκτικὲς προτροπές, τοῦ πρότεινα καὶ πάλι νὰ ἐξομολογηθῇ στὸν πάτερ, ἀλλὰ ὑπῆρχε δισταγμὸς ὄχι αὐτὴν τὴν φορὰ πρὸς τὸ μυστήριο, ἀλλὰ πρὸς τὸ πρόσωπο. «Καλά, θὰ ἐξομολογηθῶ, ἀλλὰ ὄχι στὸν Παντελεήμονα, γιατί τὸν ντρέπομαι καὶ θὰ τὸν βλέπω τακτικὰ στὴν Καταφυγή. Θὰ πάω στὸν πατέρα Μητροφάνη». Τοῦ ἐξήγησα ὅτι τὸ συμφερότερο θὰ ἦταν νὰ ἀποκτήσῃ πνευματικὸ ποὺ θὰ μπορῇ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ καταθέτῃ τὶς ἁμαρτίες του. Λίγο ἀπὸ ἐδῶ, λίγο ἀπὸ ἐκεῖ, τελικὰ πῆγε στὸν Παντελεήμονα. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ παρεκκλησάκι, τὸν ῥώτησα «Ὅλα ἐντάξει; Τί ἔγινε; Πῶς ἦταν ἡ ἐξομολόγηση». Μοῦ ἀπάντησε «Ὁ πάτερ εἶναι ἕνας Χριστός. Νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ἔκοβε τὸ κεφάλι, ὅτι θὰ μοῦ ἔβαζε τὶς φωνές, ‘δὲν ντρέπεσαι; ἄσωτε, ἁμαρτωλέ!’ ὅτι θὰ μὲ ἐπιτιμοῦσε καὶ θὰ μὲ ἔδιωχνε. Ἀλλὰ ἔκανα λάθος. Μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω ποιός εἶναι ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ὄψη του, ἀπὸ τὸ χαμόγελο, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως». Σήμερα ὁ φίλος μου εἶναι ἀδελφὸς τῆς Μονῆς Δοβρᾶ καὶ ἀπ’ ὅ,τι μοῦ λέει ὁ Σεβασμιώτατος «τοὺς ἔχει βάλει ὅλους γυαλιά».
Ἕνα στοιχεῖο ἐπίσης ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Ποιμενάρχη μας εἶναι ἡ πανθομολογουμένη εὐγένεια τῆς ψυχῆς του, ἡ ἀρχοντιά του στοὺς τρόπους καὶ στὴν ἀντιμετώπιση λαϊκῶν καὶ κληρικῶν. Ὡς Πρωτοσύγκελλος πάντοτε συγκρατοῦσε τὰ δίκαια κατὰ τὰ ἄλλα ξεσπάσματα τοῦ Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Χρυσοφάκη κατὰ κληρικῶν ποὺ εἶχαν περιπέσει σὲ σφάλματα καὶ ἀστοχίες. Ὁ μακαριστὸς Χρυσοφάκης ἦταν ἕνας ἁγνὸς καὶ ἄδολος Ἱεράρχης, ἕνας ἄκακος καὶ ἀπονήρευτος ἄνθρωπος, ποὺ ὅμως εἶχε ἰδιοῤῥυθμίες, ὅπως ἐμεῖς τουλάχιστον τὰ παιδιὰ τῆς Καταφυγῆς ἀντιλαμβανόμασταν τότε, ὡστόσο σὲ μεγάλο βαθμὸ δικαιολογημένες. Μὲ ἀπόλυτο σεβασμὸ καὶ ὑπακοὴ τὸν ὑπηρέτησε γιὰ χρόνια, ἀδιαμαρτύρητα, δίχως νὰ παρακούσῃ ἐντολή, πολλὲς φορὲς ἀνεχόταν νὰ ταπεινώνεται, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσε ἀνυπόκριτα. Καὶ δίκιο νὰ εἶχε, δὲν προέβαλε κἂν τὴν ἄποψή του. Ἄφηνε τὸν Μητροπολίτη νὰ ὁρίζῃ τί τὸ εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ, γιατί πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ὁ Θεὸς μιλᾶ διὰ τῶν ἁγίων Ἐπισκόπων.
Εἶχε πάντοτε νὰ πῇ καλὰ λόγια γιὰ ὅλους. Οὔτε ὡς λαϊκός, οὔτε ὡς κληρικὸς καὶ ἰδιαίτερος γραμματέας του, δὲν ἄκουσα τὸν Δεσπότη μας νὰ αἰσχρολογῇ οὔτε γιὰ ἀστεῖο, νὰ κατηγορῇ ἢ νὰ προσβάλῃ κληρικό, ἀκόμη καὶ αὐτοὺς ποὺ περιέβαλε μὲ ἀγάπη καὶ ὅμως τὸν παρεπίκραναν μὲ τὴν συμπεριφορά τους. Ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Καταφυγῆς ἀκόμη ἔδινε πρωτοβουλίες καὶ ἄφηνε σὲ ὅλους χῶρο, γιὰ νὰ ξεδιπλώσουν πτυχὲς τῶν χαρισμάτων τους. Καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ τὸ διεπίστωσα καλύτερα ὡς κληρικός, ἀφοῦ δὲν ἔκανε διακρίσεις σὲ αὐτοὺς ποὺ χειροτόνησε καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ βρῆκε χειροτονημένους. Εἶναι φυσικὸ βεβαίως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀναλαμβάνει μία καινούρια θέση, ὅπως ἕνας Ἐπίσκοπος, νὰ αἰσθάνεται μεγαλύτερη ἀσφάλεια γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου του, ὅταν μέσα σὲ αὐτὸ συμπεριλάβῃ ἐκείνους, τῶν ὁποίων τὰ χαρίσματα διακρίνει καλύτερα λόγῳ μιᾶς μακρόχρονης σχέσης. Στὴν πορεία τῆς ἀρχιερατικῆς του διαδρομῆς φάνηκε πὼς δὲν ἐξαίρεσε σε κανένα ἀπὸ θέσεις καὶ ἀξιώματα στὴ διοίκηση, περιμένοντας ἀνταπόκριση, συχνὰ προσλαμβάνοντας ἄρνηση, πάντοτε ἐπιβραβεύοντας τὴν προθυμία τῶν ἐθελοντῶν καὶ ἐκτιμῶντας τὴν προσφορὰ τῶν συνεργατῶν του. Μεγαλόκαρδος, εὐεργετικὸς πρὸς πάντας, δὲν στέρησε κανένα ἀπὸ τὸ δῶρο τῆς ἀρχοντικῆς του ἀγάπης. Στὴν Καταφυγὴ εἶχε τὸν πρῶτο λόγο, ἀλλὰ ποτὲ τὸν μοναδικό. Ῥωτοῦσε πάντοτε τὴ γνώμη τῶν ἄλλων καὶ δὲν ἦταν ἰσχυρογνώμων, γιατὶ χαιρόταν νὰ αἰσθάνονται τὰ νέα παιδιὰ ὅτι ἔχουν καὶ αὐτὰ λόγο μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μᾶς τιμοῦσε, ἀναθέτοντας μας πρωτοβουλίες, ἐμπνέοντάς μας νὰ ἀξιοποιήσουμε τάλαντα καὶ ἱκανότητες, ἐνέργεια ποὺ φανερώνει πατερικότητα, πατρικὴ ἀγάπη, ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὠρίμανση τῶν νέων βλαστῶν τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ἐνεθάῤῥυνε, μᾶς ἐμψύχωνε, ἐνῷ ποτὲ δὲν ἀπαίτησε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὶς ἀντοχές μας. Εἶναι σύνηθες σὲ τέτοια πνευματικὰ κέντρα ὁ ὑπεύθυνος κληρικὸς ὡς προϊστάμενος νὰ ἀπαιτῇ τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ ἀδιαμαρτύρητη ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεών του, εἶναι δὲ σπάνιο νὰ δείχνῃ ἐμπιστοσύνη στὶς ἱκανότητες τῶν νέων ἀνθρώπων. Αὐτὴν τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συνεργατῶν του δὲν τὴν ἄλλαξε ὡς Ἀρχιερέας.
Ἀβροεπής, εὐπρεπής, σεμνός, διακριτικός, ποτὲ δὲν καταφέρθηκε ἐναντίον κληρικῶν καὶ δὴ ἀρχιερέων, ποτὲ δὲν ἐξύβρισε, ποτὲ δὲν τιμώρησε κληρικό, πρὶν ἐξαντλήσῃ καὶ μὲ τὸ παραπάνω ὅλα τὰ περιθώρια, γιὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ πόνο σὲ δυσάρεστες ἴσως ἀποφάσεις. Σὲ ὅλους λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν πρωτίστως τὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα τους, παραθεωρώντας ὡς ἕνα βαθμὸ τὰ ἀρνητικά, ἰσχυροποιῶντας ἀδιόρατες ἐσωτερικὲς δυνάμεις, ἐνθαῤῥύνοντας καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχει θάψει τὸ ἕνα τάλαντο νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴ ῥαθυμία, τὴν ἀδράνεια, γιὰ νὰ πολλαπλασιάσῃ τὸ δάνειο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας.
Πάντοτε ὑπέρμαχος καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἐπιλογῶν τῶν πνευματικῶν του τέκνων, δὲν πίεσε κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, καὶ τὸ κυριότερο ποτὲ δὲν ἐπηρέασε κάποιον στὸ νὰ ἐπιλέξῃ τὸ δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ ἤ τοῦ γάμου. Ἄλλοι, μεγαλογεροντάδες, μεγαλοπαπάδες, πῆραν στὸ λαιμό τους ψυχὲς ἀδύναμες γιὰ ὑψηλὲς πτήσεις καὶ τὶς ἄφησαν νὰ ὡδηγηθοῦν στὴν ἀποτυχία.
Συνεργάσιμος μὲ ὅλους, συνεννοήσιμος πάνω ἀπ’ ὅλα, εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους Ἱεράρχες ποὺ δὲν ἀσκοῦν δεσποτισμὸ καὶ δὲν ταλαιπωροῦν μὲ παράλογες ἀπαιτήσεις καὶ ἐντολὲς τοὺς κληρικούς τους. Στὰ δεκαοκτὼ ἔτη τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας, προσωπικὰ καταθέτω τὴ μαρτυρία μου, πάντοτε ἐρωτούμην, πρὶν ἀναλάβω μία θέση ἢ ἕνα ἔργο μέσα στὴν Ἐκκλησία. «Στυλιανέ, ἔχω αὐτὴν τὴν σκέψη. Πῶς τὴν ἀξιολογεῖς; Πῶς βλέπεις αὐτὸν τὸν λογισμό; Μπορεῖς νὰ ἀναλάβῃς αὐτὸ τὸ ἔργο; Συζήτησέ το καὶ μὲ τὴ σύζυγό σου καὶ ἀπάντησέ μου».
Ἄλλα στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα του εἶναι ἡ καλοσύνη, ἡ φιλοτιμία, ἡ μακροθυμία, ἡ ἐπιείκειά του. Ἀπροκατάληπτος ὢν καὶ καλοπροαίρετος, περιέθαλψε οὐκ ὀλίγους κληρικοὺς ποὺ άναζητοῦσαν Ἐπίσκοπο μὲ κατανόηση. Λυσιτελοῦσε τὰ προβλήματα ὅσων κτυποῦσαν τὴν πόρτα τῆς Ἐπισκοπικῆς του καρδιᾶς, ἀποδεχόμενός τους προθύμως στὸ δυναμικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, φροντίζοντας νὰ οἰκονομῇ τὰ πράγματα γιὰ τὴν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τους. Κάποιες φορὲς εἰσέπραξε ἀντίδωρο στὴ γενναιοδωρία τὴν κατάκριση, τὸ ὄξος, τὴν κακεντρέχεια, τὴν ἀνυπακοή. Ἀνήκω σίγουρα κι ἐγὼ ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχουν πικράνει. Κάποιοι ἐμπαθεῖς τὸν φθόνησαν καὶ ἴσως ἀκόμη τὸν φθονοῦν γιὰ τὸ ἔργο του, ποὺ προβάλλεται ἀπὸ τὸ διαδίκτυο καὶ τὴν τηλεόραση,  τὸν ἀντιπάθησαν γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ γιὰ αὐτὸ ποὺ ἔκανε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸν ζήλεψαν γιὰ τὸ μεγαλεῖο του.
Πάντοτε διέσωζε τὸ κύρος τῆς ἱερωσύνης. Ἀπὸ παιδιὰ ἐμπνευστήκαμε μὲ τὸ παράδειγμά του, ἄλλος πολύ, ἄλλος περισσότερο. Ὁ Δεσπότης μας θέλει τὸν κληρικὸ εὐπρεπῆ, παραδοσιακό. Γένεια καὶ μαλλιά, ῥάσο καὶ καλυμμαύχι, ἀξιοπρεπῆ παρουσία στὸν κόσμο, ἀποφυγὴ τῆς πρόκλησης σκανδαλισμοῦ, ἦθος καὶ συμπεριφορὰ ποὺ δὲν ἀπωθεῖ, εἶναι ὅσα διδάσκει καὶ ὅσα ζητᾶ οἱ κληρικοὶ νὰ διδάσκουμε. Ἀλλὰ καὶ σὲ περιπτώσεις σοβαρῶν παρεκτροπῶν τοῦ κλήρου, αἰσθανόμενος τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, κινεῖται στὴ γραμμὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε «ἂν δῶ ἄνθρωπο νὰ ἁμαρτάνῃ, θὰ τὸν καλύψω μὲ τὴν πορφύρα μου». Ὅ,τι ἀποδομεῖ τὸ ἀφήνει στὴν ἀφάνεια· ὅ,τι οἰκοδομεῖ τὸ φέρνει στὴν ἐπιφάνεια. Μιὰ παρέα κληρικῶν καὶ λαϊκῶν βρισκόταν στὴν αἴθουσα μιᾶς ἐνορίας. Ἐκεῖνος εἶχε πάει ἀπροειδοποίητα γιὰ μιὰ δουλειά στὴν ἐνορία, δὲν μπῆκε ὁ ἴδιος στὴν αἴθουσα, ἔστειλε τὸν διάκονο νὰ τοὺς πληροφορήσῃ γιὰ τὴν παρουσία του, σκεπτόμενος μήπως κάποιοι κάπνιζαν καὶ ἴσως τοὺς ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση.
Θεωρεῖται ἀποδεδειγμένα καὶ εἶναι παραδοσιακὸς Ἱεράρχης καὶ ὀρθόδοξος μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως. Δὲν εἶναι ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ ξεσηκώσουν ἄνευ λόγου καὶ αἰτίας τὰ πλήθη, γιὰ νὰ φανῇ ἡ ὀρθοδοξία τους. Μὲ τοὺς αἱρετικούς, παπικούς, διαμαρτυρομένους καὶ λοιπούς, εἶναι συγκαταβατικὸς μόνο σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, ποτὲ σὲ θεολογικὸ ἢ ἐκκλησιολογικό. Κάποτε στὸν Ἅγιο Δημήτριο μοίραζε τὸ ἀντίδωρο. Ἐγὼ βοηθοῦσα μὲ τὰ πανέρια. Ἦρθε μία κυρία μὲ ἕνα κύριο καὶ τοῦ εἶπε «Πάτερ, δῶστε ἕνα ἀντίδωρο καὶ στὸν κύριο. Ξέρετε, εἶναι πάστορας τῆς ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας». Τῆς ἀπάντησε εὐθέως «Κυρία μου, ἁμαρτάνετε μὲ αὐτὸ ποὺ λέτε. Δὲν ξέρετε ὅτι ὅσοι εἶναι ἐκτὸς τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι αἱρετικοὶ καὶ οὔτε ἀντίδωρο δὲν δικαιοῦνται;». Ἡ Ὀρθοδοξία γιὰ τὸν ἅγιο Βεροίας δὲν εἶναι ἰδεοληψία, εἶναι ὀρθοπραξία ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τουτέστιν τῆς Ὀρθοδόξου, καὶ μόνον τῆς Ὀρθοδόξου. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ πρώτιστο μέλημά του ἀφορᾶ στὴν ἐκκλησιολογία, στὴν ἑνότητα μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, ἑνότητα, τὴν ὁποία κάποιοι προσπαθοῦν νὰ διασαλεύσουν στὸ ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶλλον δὲ στὸ ὄνομα τῆς δικῆς τους Ὀρθοδοξίας. Εἶναι συνετὸς ὁ Μητροπολίτης Βεροίας καὶ δὲν κάμπτεται ἀπὸ τὴν πολεμικὴ τῶν ζηλωτῶν καὶ φανατισμένων, ποὺ θεωροῦν ἑαυτοὺς σωτῆρες τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπιδεικνύει τὸν προσήκοντα σεβασμὸ πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἀποδεικνύει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος του μέσα ἀπὸ τὴν πολυσχιδῆ ἀρχιερατικὴ διακονία του, τὴν πλούσια λατρευτικὴ ζωή, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν μοναχισμό, τὴν ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν κανόνων καὶ ἐκκλησιαστικῶν νόμων. Δὲν κάνει ἐπίδειξη στὴν πλατεία τὸ λάβαρο τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ νὰ ἀναγνωριστῇ ὡς σύγχρονος Μᾶρκος Εὐγενικός. Τὸ κρατᾶ ψηλὰ μέσα στοὺς ναούς, μέσα στὶς ἀκολουθίες, μέσα στὸ μοναχικὸ κελί του μὲ τὴν προσευχή, μέσα στὸ κήρυγμά του μὲ τὸν λόγο του, μέσα στὶς ὁμιλίες του, στὶς ἡμερίδες, στὰ συνέδρια, μὲ τὴν τιμὴ τῶν ὀρθοδόξων ἁγίων καὶ τῶν συγχρόνων μεγάλων ἀσκητῶν. Αὐτὸ δὲν τὸ κατενόησαν ὅσοι κομπλεξικοὶ βρῆκαν εὐκαιρία νὰ τὸν κατηγορήσουν -ἄπαγε τῆς ἀνοησίας-ὡς οἰκουμενιστή. Τί νὰ κάνουμε, ὑπάρχουν καὶ οἱ προβληματικοὶ ἄνθρωποι μὲ τὰ ψυχικά τους συμπλέγματα καὶ τὴν αὐταρέσκειά τους, καλυμμένα μὲ τὸν μανδύα τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὴν ξεχνοῦμε πάντως ὅτι ὁ Εὐτυχὴς ἔπεσε στὴν αἵρεση ἀπὸ ἀντίδραση στὴν προηγηθεῖσα αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Τὸ τονίζω αὐτό, διότι κάποιοι πολέμιοι τοῦ ἑωσφορικοῦ οἰκουμενισμοῦ παίρνουν φόρα καὶ μὲ μεγάλη ταχύτητα ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ πατερικὰ ὅρια, πέφτουν ἐλλείψει φρενῶν στὸ ἄλλο ἄκρο, στὸν ἑωσφορικὸ ζηλωτισμὸ...δίκην ὑπερασπίσεως τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος. Καταγγέλουν τοὺς πνευματικοὺς οἰακοστρόφους ὅτι ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς Σκύλλας καὶ ἐγκαταλείπουν ἄκριτα τὴν νοητὴ ναῦν, πέφτοντας οἱ ἴδιοι στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Χάρυβδης. Ἐμεῖς οὔτε μὲ τὴν Σκύλλα τῶν αἱρέσεων, οὔτε μὲ τὴ Χάρυβδη τοῦ ζηλωτισμοῦ!
Ὑπέρμαχος τῆς πολιτειακῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς νομιμότητος, πάντοτε συμβουλεύει τοὺς κληρικοὺς νὰ προσέχουμε, ὥστε νὰ μὴν παρέχεται τὸ δικαίωμα στοὺς ἀρνησίθρησκους καὶ ἐκτὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος νὰ κατηγορήσουν τὴν Ἐκκλησία. Θέλει νὰ τηροῦμε τὸν νόμο τῆς πολιτείας, γιὰ νὰ προάγεται τὸ ἔργο καὶ τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀδιάβλητο τρόπο. Γιὰ αὐτὴν τὴν ἀταλάντευτη στάση του ἀπολαμβάνει τῆς ἀναγνώρισης ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ αἱρετοὺς ὅλων τῶν πολιτικῶν χώρων. Δὲν ἔχει προκαταλήψεις, οὔτε πολιτικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ προτιμήσεις, διότι θεωρεῖ ἑαυτὸν πατέρα ὅλων καὶ τοὺς πάντες παιδιά του, ἄξια ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ. Στὶς προεκλογικὲς περιόδους δέχεται μὲ σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση ὅσους περάσουν ἀπὸ τὸ γραφεῖο του, γιατὶ πιστεύει πὼς ὅλοι ἔχουν δικαίωμα νὰ ἰσχυρίζονται πὼς πολιτεύονται γιὰ τὸ κοινὸ συμφέρον.
Τὴν ψυχή του διακατέχει ἔντονα τὸ αἴσθημα τῆς ἀρχοντικῆς φιλοξενίας, τὸ ὁποῖο τοῦ μετέδωσε ὁ Γέροντάς του, Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μόναζε κοντά του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Δίχως μιζέρια, ἐπιτυγχάνει νὰ κάνῃ τὸν φιλοξενούμενο νὰ αἰσθάνεται καλύτερα κι ἀπὸ τὸ σπίτι του.
Μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ εὐγένεια ὑπαγορεύει τὶς ἐπιστολές. Ἀπαντάει σὲ ὅλα τὰ γράμματα, δὲν ὑποτιμᾶ κανένα. Ἀποφεύγει τὶς ἄσκοπες συζητήσεις. Δὲν φέρνει σὲ δύσκολη θέση τοὺς συνομιλητάς του. Ἔχει γιὰ ὅλους ἔνα χαμόγελο νὰ δωρίσῃ. Κάποιες φορές, ἄνθρωπος εἶναι κι αὐτός, ὁ προβληματισμὸς καὶ ἡ στεναχώρια φαίνεται στὸ πρόσωπό του καὶ τὰ λόγια του εἶναι λίγα, σύντομα καὶ κοφτά. Ὅταν εἶναι εὐδιάθετος, τὸ πρόσωπό του λάμπει καὶ ἡ χαρὰ μεταδίδεται στὰ πρόσωπα τῶν ὑπολοίπων. Ὅταν μᾶς καλεῖ στὸ Γραφεῖο του μὲ τὴν ἐνδοεπικοινωνία «Ἔλα λίγο, γιέ μου», μᾶς λιώνει...
Στὴ λειτουργία ἀγκαλιάζει καὶ ἀσπάζεται τοὺς πρεσβυτέρους, κίνηση ποὺ δὲν τὴν τηροῦν, ὡς ὤφειλαν, κάποιοι ἄλλοι ἀρχιερεῖς, ποὺ προτείνουν τὸ ἐγκόλπιό τους σὲ προσκύνηση, λὲς καὶ κινδυνεύει μὲ τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης ἡ αὐθεντία τοῦ ἀξιώματός τους. Λειτουργεῖ μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ, ἔχει τὴν ταπεινὴ Κόρη τῆς Ναζαρὲτ σὲ περίοπτο θρόνο μέσα στὴν ταπεινὴ καρδιά του καὶ ἀναφέρει τὸ ὄνομά της μὲ πολὺ σεβασμό. Δὲν κάνει σπασμωδικὲς κινήσεις, δὲν καινοτομεῖ στὰ λειτουργικά, ἀκολουθεῖ τὴν πεπατημένη ὁδὸ καὶ δὲν βιάζεται στὶς ἀκολουθίες, προσφέρει στὸ Θεὸ τὸ καλύτερο, ὅ,τι βγαίνει ἀπὸ τὴν καλοψυχία του, αἶνο καὶ δοξολογία. Σὲ θέματα διοίκησης ποτὲ δὲν παίρνει βιαστικὲς ἀποφάσεις. Μὲ σύνεση καὶ ὠριμότητα ἐπεξεργάζεται τὶς κρίσεις του, διαθέτοντας πολύχρονη πεῖρα, ἐνίοτε, ὅπως ἐγὼ ἔχω ἀντιληφθεῖ, οἱ ἀποφάσεις του βγαίνουν μετὰ ἀπὸ προσευχὴ καὶ ἄνωθεν παρεμβάσεις.
Ἡ διάκριση εἶναι τὸ σπουδαῖο προσόν του, ποὺ ἐπικυρώνει ὅλα τὰ μέχρι τώρα εἰπωθέντα γιὰ τὸν πλούσιο ψυχικό του κόσμο. Καὶ μιλῶ γιὰ διάκριση σὲ ὅλα, στὰ πνευματικά, στὰ λειτουργικά, στὰ διοικητικά, στὰ κοινωνικά, διάκριση ποὺ φτάνει καὶ σὲ ἐπίπεδο παρεμβάσεων μέσα ἀπὸ αὐστηρὸ καὶ κοφτερὸ λόγο, ἐντούτοις καθ’ ὅλα εὐγενῆ, ὅταν θίγονται πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἡ ἁγιολογία, ἡ ἐκκλησιολογία, ὅταν προσβάλλονται ἰδανικὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὅταν πολεμεῖται ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ ἐντοπίους ἐχθρούς.
Ἐμβαθύνοντας στὸν ψυχισμὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου καταλαβαίνω μία μεγάλη ἀλήθεια· ὅτι εἶναι ἕνας ὡραῖος ἄνθρωπος, πάνω ἀπ' ὅλα ἄνθρωπος, δηλαδὴ μία ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα προικισμένη μὲ ἀνθρωπιὰ καὶ καλοσύνη.
Κλείνω μὲ τὰ λόγια ἑνὸς συνεφημερίου μου, ποὺ ἦρθε κάποτε στὸν Σεβασμιώτατο, μὲ σκοπὸ νὰ λάβῃ εὐλογία γιὰ συνταξιοδότηση, χωρὶς νὰ εἶχε ποτὲ ἰδιαίτερες σχέσεις μαζί του. «Ὁ Δεσπότης μας πάντα μᾶς  σκέπαζε καὶ τοὺς σκεπάζει ὅλους μὲ τὸν μανδύα του. Ἐμεῖς ἔχουμε λίγα, ἐνῷ αὐτὸς ἔχει πολλὰ παιδιά καὶ πρέπει νὰ τὸ ἐκτιμήσουμε αὐτό, δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα. Ἡ καρδιά του εἶναι ἔνα μεγάλο χωνευτήρι, μέσα στὸ ὁποῖο καίγονται τὰ λάθη καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας. Εἶναι ἕνα καράβι ἡ Μητρόπολή μας. Ἐκεῖνος ἀγωνίζεται νύχτα μέρα αὐτὸ τὸ καράβι νὰ τὸ ἀράζει σὲ γαλήνια λιμάνια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου